| Aktiv | Passiv |
---|
Singular | Plural | Singular | Plural |
---|
I N D I K A T I V | Präs enz | ανάβω | ανάβουμε, ανάβομε | ανάβομαι | αναβόμαστε |
---|
ανάβεις | ανάβετε | ανάβεσαι | ανάβεστε, αναβόσαστε |
ανάβει | ανάβουν(ε) | ανάβεται | ανάβονται |
Imper fekt | άναβα | ανάβαμε | αναβόμουν(α) | αναβόμαστε, αναβόμασταν |
---|
άναβες | ανάβατε | αναβόσουν(α) | αναβόσαστε, αναβόσασταν |
άναβε | άναβαν, ανάβαν(ε) | αναβόταν(ε) | ανάβονταν, αναβόντανε, αναβόντουσαν |
Aorist | άναψα | ανάψαμε | ανάφτηκα | αναφτήκαμε |
---|
άναψες | ανάψατε | ανάφτηκες | αναφτήκατε |
άναψε | άναψαν, ανάψαν(ε) | ανάφτηκε | ανάφτηκαν, αναφτήκαν(ε) |
Per fekt | έχω ανάψει έχω αναμμένο | έχουμε ανάψει έχουμε αναμμένο | έχω αναφτεί είμαι αναμμένος, -η | έχουμε αναφτεί είμαστε αναμμένοι, -ες |
---|
έχεις ανάψει έχεις αναμμένο | έχετε ανάψει έχετε αναμμένο | έχεις αναφτεί είσαι αναμμένος, -η | έχετε αναφτεί είστε αναμμένοι, -ες |
έχει ανάψει έχει αναμμένο | έχουν ανάψει έχουν αναμμένο | έχει αναφτεί είναι αναμμένος, -η, -ο | έχουν αναφτεί είναι αναμμένοι, -ες, -α |
Plu per fekt | είχα ανάψει είχα αναμμένο | είχαμε ανάψει είχαμε αναμμένο | είχα αναφτεί ήμουν αναμμένος, -η | είχαμε αναφτεί ήμαστε αναμμένοι, -ες |
---|
είχες ανάψει είχες αναμμένο | είχατε ανάψει είχατε αναμμένο | είχες αναφτεί ήσουν αναμμένος, -η | είχατε αναφτεί ήσαστε αναμμένοι, -ες |
είχε ανάψει είχε αναμμένο | είχαν ανάψει είχαν αναμμένο | είχε αναφτεί ήταν αναμμένος, -η, -ο | είχαν αναφτεί ήταν αναμμένοι, -ες, -α |
Fut ur Verlaufs- form | θα ανάβω | θα ανάβουμε, θα ανάβομε | θα ανάβομαι | θα αναβόμαστε |
---|
θα ανάβεις | θα ανάβετε | θα ανάβεσαι | θα ανάβεστε, θα αναβόσαστε |
θα ανάβει | θα ανάβουν(ε) | θα ανάβεται | θα ανάβονται |
Fut ur | θα ανάψω | θα ανάψουμε, θα ανάψομε | θα αναφτώ | θα αναφτούμε |
---|
θα ανάψεις | θα ανάψετε | θα αναφτείς | θα αναφτείτε |
θα ανάψει | θα ανάψουν(ε) | θα αναφτεί | θα αναφτούν(ε) |
Fut ur II | θα έχω ανάψει θα έχω αναμμένο | θα έχουμε ανάψει θα έχουμε αναμμένο | θα έχω αναφτεί θα είμαι αναμμένος, -η | θα έχουμε αναφτεί θα είμαστε αναμμένοι, -ες |
---|
θα έχεις ανάψει θα έχεις αναμμένο | θα έχετε ανάψει θα έχετε αναμμένο | θα έχεις αναφτεί θα είσαι αναμμένος, -η | θα έχετε αναφτεί θα είστε αναμμένοι, -ες |
θα έχει ανάψει θα έχει αναμμένο | θα έχουν ανάψει θα έχουν αναμμένο | θα έχει αναφτεί θα είναι αναμμένος, -η, -ο | θα έχουν αναφτεί θα είναι αναμμένοι, -ες, -α |
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανάβω | να ανάβουμε, να ανάβομε | να ανάβομαι | να αναβόμαστε |
---|
να ανάβεις | να ανάβετε | να ανάβεσαι | να ανάβεστε, να αναβόσαστε |
να ανάβει | να ανάβουν(ε) | να ανάβεται | να ανάβονται |
Aorist | να ανάψω | να ανάψουμε, να ανάψομε | να αναφτώ | να αναφτούμε |
---|
να ανάψεις | να ανάψετε | να αναφτείς | να αναφτείτε |
να ανάψει | να ανάψουν(ε) | να αναφτεί | να αναφτούν(ε) |
Perf | να έχω ανάψει να έχω αναμμένο | να έχουμε ανάψει να έχουμε αναμμένο | να έχω αναφτεί να είμαι αναμμένος, -η | να έχουμε αναφτεί να είμαστε αναμμένοι, -ες |
---|
να έχεις ανάψει να έχεις αναμμένο | να έχετε ανάψει να έχετε αναμμένο | να έχεις αναφτεί να είσαι αναμμένος, -η | να έχετε αναφτεί να είστε αναμμένοι, -ες |
να έχει ανάψει να έχει αναμμένο | να έχουν ανάψει να έχουν αναμμένο | να έχει αναφτεί να είναι αναμμένος, -η, -ο | να έχουν αναφτεί να είναι αναμμένοι, -ες, -α |
Imper ativ | Pres | ανάβε | ανάβετε | | ανάβεστε |
---|
Aorist | άναψε | ανάψτε, ανάφτε | ανάψου | αναφτείτε |
---|
Part izip | Pres | ανάβοντας | |
---|
Perf | έχοντας ανάψει, έχοντας αναμμένο | αναμμένος, -η, -ο | αναμμένοι, -ες, -α |
---|
Infin | Aorist | ανάψει | αναφτεί |
---|