enttarnen
 Verb

αποκαλύπτω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie ist hier, um unsere Verbindung zu enttarnen, Otto.Εστάλη εδώ για να αποκαλύψη τον σύνδεσμό μας, Otto.

Übersetzung nicht bestätigt

Jeder Versuch, ihn zu enttarnen, hätte nur eine vorzeitige Zündung der Bombe zur Folge.Κάθε απόπειρα εκθέσεως του Malek θα έχη ως μόνο αποτέλεσμα την επιτάχυνση της εκρήξεως.

Übersetzung nicht bestätigt

Verzeihen Sie, aber ich hatte keine andere Möglichkeit, sie zu enttarnen.Λυπάμαι, αλλά δεν είχα άλλο τρόπο να τους ξεσκεπάσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie sollten das russische Spionagesystem enttarnen.Δεν σκόπευα να συλλάβω τον Γιασ... Συνέχισε. Δεν σκόπευα να συλλάβω...

Übersetzung nicht bestätigt

Es gelingt uns sogar eine verstellte Stimme wieder zu enttarnen. Hören sie? Das könnte die Originalstimme sein.Φιλτράροντας όλους αυτούς τους εξωτερικούς θορύβους μετά φιλτράρουμε την τεχνητή φωνή που χρησιμοποιεί και μετά είναι πιο ξεκάθαρο.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποκαλύπτωαποκαλύπτουμε, αποκαλύπτομεαποκαλύπτομαιαποκαλυπτόμαστε
αποκαλύπτειςαποκαλύπτετεαποκαλύπτεσαιαποκαλύπτεστε, αποκαλυπτόσαστε
αποκαλύπτειαποκαλύπτουν(ε)αποκαλύπτεταιαποκαλύπτονται
Imper
fekt
αποκάλυπτααποκαλύπταμεαποκαλυπτόμουν(α)αποκαλυπτόμαστε, αποκαλυπτόμασταν
αποκάλυπτεςαποκαλύπτατεαποκαλυπτόσουν(α)αποκαλυπτόσαστε
αποκάλυπτεαποκάλυπταν, αποκαλύπταν(ε)αποκαλυπτόταν(ε)αποκαλύπτονταν
Aoristαποκάλυψααποκαλύψαμεαποκαλύφθηκα, αποκαλύφτηκααποκαλυφθήκαμε, αποκαλυφτήκαμε
αποκάλυψεςαποκαλύψατεαποκαλύφθηκες, αποκαλύφτηκεςαποκαλυφθήκατε, αποκαλυφτήκατε
αποκάλυψεαποκάλυψαν, αποκαλύψαν(ε)αποκαλύφθηκε, αποκαλύφτηκεαποκαλύφθηκαν, αποκαλυφθήκαν(ε), αποκαλύφτηκαν, αποκαλυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποκαλύψειέχουμε αποκαλύψειέχω αποκαλυφθεί
έχω αποκαλυφτεί
έχουμε αποκαλυφθεί
έχουμε αποκαλυφτεί
έχεις αποκαλύψειέχετε αποκαλύψειέχεις αποκαλυφθεί
έχεις αποκαλυφτεί
έχετε αποκαλυφθεί
έχετε αποκαλυφτεί
έχει αποκαλύψειέχουν αποκαλύψειέχει αποκαλυφθεί
έχει αποκαλυφτεί
έχουν αποκαλυφθεί
έχουν αποκαλυφτεί
Plu
per
fekt
είχα αποκαλύψειείχαμε αποκαλύψειείχα αποκαλυφθεί
είχα αποκαλυφτεί
είχαμε αποκαλυφθεί
είχαμε αποκαλυφτεί
είχες αποκαλύψειείχατε αποκαλύψειείχες αποκαλυφθεί
είχες αποκαλυφτεί
είχατε αποκαλυφθεί
είχατε αποκαλυφτεί
είχε αποκαλύψειείχαν αποκαλύψειείχε αποκαλυφθεί
είχε αποκαλυφτεί
είχαν αποκαλυφθεί
είχαν αποκαλυφτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποκαλύπτωθα αποκαλύπτουμε, θα αποκαλύπτομεθα αποκαλύπτομαιθα αποκαλυπτόμαστε
θα αποκαλύπτειςθα αποκαλύπτετεθα αποκαλύπτεσαιθα αποκαλύπτεστε, θα αποκαλυπτόσαστε
θα αποκαλύπτειθα αποκαλύπτουν(ε)θα αποκαλύπτεταιθα αποκαλύπτονται
Fut
ur
θα αποκαλύψωθα αποκαλύψουμε, θα αποκαλύψομεθα αποκαλυφθώ, θα αποκαλυφτώθα αποκαλυφθούμε, θα αποκαλυφτούμε
θα αποκαλύψειςθα αποκαλύψετεθα αποκαλυφθείς, θα αποκαλυφτείςθα αποκαλυφθείτε, θα αποκαλυφτείτε
θα αποκαλύψειθα αποκαλύψουν(ε)θα αποκαλυφθεί, θα αποκαλυφτείθα αποκαλυφθούν(ε), θα αποκαλυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποκαλύψειθα έχουμε αποκαλύψειθα έχω αποκαλυφθεί
θα έχω αποκαλυφτεί
θα έχουμε αποκαλυφθεί
θα έχουμε αποκαλυφτεί
θα έχεις αποκαλύψειθα έχετε αποκαλύψειθα έχεις αποκαλυφθεί
θα έχεις αποκαλυφτεί
θα έχετε αποκαλυφθεί
θα έχετε αποκαλυφτεί
θα έχει αποκαλύψειθα έχουν αποκαλύψειθα έχει αποκαλυφθεί
θα έχει αποκαλυφτεί
θα έχουν αποκαλυφθεί
θα έχουν αποκαλυφτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποκαλύπτωνα αποκαλύπτουμε, να αποκαλύπτομενα αποκαλύπτομαινα αποκαλυπτόμαστε
να αποκαλύπτειςνα αποκαλύπτετενα αποκαλύπτεσαινα αποκαλύπτεστε, να αποκαλυπτόσαστε
να αποκαλύπτεινα αποκαλύπτουν(ε)να αποκαλύπτεταινα αποκαλύπτονται
Aoristνα αποκαλύψωνα αποκαλύψουμε, να αποκαλύψομενα αποκαλυφθώ, να αποκαλυφτώνα αποκαλυφθούμε, να αποκαλυφτούμε
να αποκαλύψειςνα αποκαλύψετενα αποκαλυφθείς, να αποκαλυφτείςνα αποκαλυφθείτε, να αποκαλυφτείτε
να αποκαλύψεινα αποκαλύψουν(ε)να αποκαλυφθεί, να αποκαλυφτείνα αποκαλυφθούν(ε), να αποκαλυφτούν(ε)
Perfνα έχω αποκαλύψεινα έχουμε αποκαλύψεινα έχω αποκαλυφθεί
να έχω αποκαλυφτεί
να έχουμε αποκαλυφθεί
να έχουμε αποκαλυφτεί
να έχεις αποκαλύψεινα έχετε αποκαλύψεινα έχεις αποκαλυφθεί
να έχεις αποκαλυφτεί
να έχετε αποκαλυφθεί
να έχετε αποκαλυφτεί
να έχει αποκαλύψεινα έχουν αποκαλύψεινα έχει αποκαλυφθεί
να έχει αποκαλυφτεί
να έχουν αποκαλυφθεί
να έχουν αποκαλυφτεί
Imper
ativ
Presαποκάλυπτεαποκαλύπτετεαποκαλύπτεστε
Aoristαποκαλύψεαποκαλύψετε, αποκαλύψτεαποκαλύψουαποκαλυφθείτε, αποκαλυφτείτε
Part
izip
Presαποκαλύπτονταςαποκαλυπτόμενος
Perfέχοντας αποκαλύψει
InfinAoristαποκαλύψειαποκαλυφθεί, αποκαλυπτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback