entlarven
 Verb

ξεσκεπάζω Verb
(0)
αποκαλύπτω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Jemand sollte sie entlarven.Θα'πρεπε να σε βάλουν σε βιτρiνα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde Ihre billigen Methoden entlarven.Θα αποκαλύψω τις φτηνές μεθόδους που χρησιμοποίησες.

Übersetzung nicht bestätigt

Er war nur schwer zu entlarven... obwohl ich von einem Deutschen wusste.Πιο σκληρό να τον βρεις... μολονότι μου είχαν πει πως υπήρχε ένας Γερμανός πράκτορας στην σχολή.

Übersetzung nicht bestätigt

Eine billige Lüge, leicht zu entlarven, deiner unwürdig.Ηλίθιο ψέμα, ανάξιό σου, αποκαλύφθηκε τόσο εύκολα.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie können den Glauben an Menschlichkeit nicht ertragen, weil es all dies, den Kern, die Struktur Ihrer Existenz die Sie auf Haß und Rache errichtet haben, zum Zusammenbruch bringen und die nackte Lüge Ihres Lebens entlarven würde.Δεν μπορείτε να ανεχτείτε μια πίστη στην ανθρωπότητα, διότι αν το κάνετε, όλα αυτά, η ίδια η δομή της ύπαρξής σας, που έχει δομηθεί απάνω στο μίσος και την εκδίκηση, Όλα αυτά θα καταρρεύσουν γύρω από το γυμνό ψέμα της ζωής σας.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποκαλύπτωαποκαλύπτουμε, αποκαλύπτομεαποκαλύπτομαιαποκαλυπτόμαστε
αποκαλύπτειςαποκαλύπτετεαποκαλύπτεσαιαποκαλύπτεστε, αποκαλυπτόσαστε
αποκαλύπτειαποκαλύπτουν(ε)αποκαλύπτεταιαποκαλύπτονται
Imper
fekt
αποκάλυπτααποκαλύπταμεαποκαλυπτόμουν(α)αποκαλυπτόμαστε, αποκαλυπτόμασταν
αποκάλυπτεςαποκαλύπτατεαποκαλυπτόσουν(α)αποκαλυπτόσαστε
αποκάλυπτεαποκάλυπταν, αποκαλύπταν(ε)αποκαλυπτόταν(ε)αποκαλύπτονταν
Aoristαποκάλυψααποκαλύψαμεαποκαλύφθηκα, αποκαλύφτηκααποκαλυφθήκαμε, αποκαλυφτήκαμε
αποκάλυψεςαποκαλύψατεαποκαλύφθηκες, αποκαλύφτηκεςαποκαλυφθήκατε, αποκαλυφτήκατε
αποκάλυψεαποκάλυψαν, αποκαλύψαν(ε)αποκαλύφθηκε, αποκαλύφτηκεαποκαλύφθηκαν, αποκαλυφθήκαν(ε), αποκαλύφτηκαν, αποκαλυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποκαλύψειέχουμε αποκαλύψειέχω αποκαλυφθεί
έχω αποκαλυφτεί
έχουμε αποκαλυφθεί
έχουμε αποκαλυφτεί
έχεις αποκαλύψειέχετε αποκαλύψειέχεις αποκαλυφθεί
έχεις αποκαλυφτεί
έχετε αποκαλυφθεί
έχετε αποκαλυφτεί
έχει αποκαλύψειέχουν αποκαλύψειέχει αποκαλυφθεί
έχει αποκαλυφτεί
έχουν αποκαλυφθεί
έχουν αποκαλυφτεί
Plu
per
fekt
είχα αποκαλύψειείχαμε αποκαλύψειείχα αποκαλυφθεί
είχα αποκαλυφτεί
είχαμε αποκαλυφθεί
είχαμε αποκαλυφτεί
είχες αποκαλύψειείχατε αποκαλύψειείχες αποκαλυφθεί
είχες αποκαλυφτεί
είχατε αποκαλυφθεί
είχατε αποκαλυφτεί
είχε αποκαλύψειείχαν αποκαλύψειείχε αποκαλυφθεί
είχε αποκαλυφτεί
είχαν αποκαλυφθεί
είχαν αποκαλυφτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποκαλύπτωθα αποκαλύπτουμε, θα αποκαλύπτομεθα αποκαλύπτομαιθα αποκαλυπτόμαστε
θα αποκαλύπτειςθα αποκαλύπτετεθα αποκαλύπτεσαιθα αποκαλύπτεστε, θα αποκαλυπτόσαστε
θα αποκαλύπτειθα αποκαλύπτουν(ε)θα αποκαλύπτεταιθα αποκαλύπτονται
Fut
ur
θα αποκαλύψωθα αποκαλύψουμε, θα αποκαλύψομεθα αποκαλυφθώ, θα αποκαλυφτώθα αποκαλυφθούμε, θα αποκαλυφτούμε
θα αποκαλύψειςθα αποκαλύψετεθα αποκαλυφθείς, θα αποκαλυφτείςθα αποκαλυφθείτε, θα αποκαλυφτείτε
θα αποκαλύψειθα αποκαλύψουν(ε)θα αποκαλυφθεί, θα αποκαλυφτείθα αποκαλυφθούν(ε), θα αποκαλυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποκαλύψειθα έχουμε αποκαλύψειθα έχω αποκαλυφθεί
θα έχω αποκαλυφτεί
θα έχουμε αποκαλυφθεί
θα έχουμε αποκαλυφτεί
θα έχεις αποκαλύψειθα έχετε αποκαλύψειθα έχεις αποκαλυφθεί
θα έχεις αποκαλυφτεί
θα έχετε αποκαλυφθεί
θα έχετε αποκαλυφτεί
θα έχει αποκαλύψειθα έχουν αποκαλύψειθα έχει αποκαλυφθεί
θα έχει αποκαλυφτεί
θα έχουν αποκαλυφθεί
θα έχουν αποκαλυφτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποκαλύπτωνα αποκαλύπτουμε, να αποκαλύπτομενα αποκαλύπτομαινα αποκαλυπτόμαστε
να αποκαλύπτειςνα αποκαλύπτετενα αποκαλύπτεσαινα αποκαλύπτεστε, να αποκαλυπτόσαστε
να αποκαλύπτεινα αποκαλύπτουν(ε)να αποκαλύπτεταινα αποκαλύπτονται
Aoristνα αποκαλύψωνα αποκαλύψουμε, να αποκαλύψομενα αποκαλυφθώ, να αποκαλυφτώνα αποκαλυφθούμε, να αποκαλυφτούμε
να αποκαλύψειςνα αποκαλύψετενα αποκαλυφθείς, να αποκαλυφτείςνα αποκαλυφθείτε, να αποκαλυφτείτε
να αποκαλύψεινα αποκαλύψουν(ε)να αποκαλυφθεί, να αποκαλυφτείνα αποκαλυφθούν(ε), να αποκαλυφτούν(ε)
Perfνα έχω αποκαλύψεινα έχουμε αποκαλύψεινα έχω αποκαλυφθεί
να έχω αποκαλυφτεί
να έχουμε αποκαλυφθεί
να έχουμε αποκαλυφτεί
να έχεις αποκαλύψεινα έχετε αποκαλύψεινα έχεις αποκαλυφθεί
να έχεις αποκαλυφτεί
να έχετε αποκαλυφθεί
να έχετε αποκαλυφτεί
να έχει αποκαλύψεινα έχουν αποκαλύψεινα έχει αποκαλυφθεί
να έχει αποκαλυφτεί
να έχουν αποκαλυφθεί
να έχουν αποκαλυφτεί
Imper
ativ
Presαποκάλυπτεαποκαλύπτετεαποκαλύπτεστε
Aoristαποκαλύψεαποκαλύψετε, αποκαλύψτεαποκαλύψουαποκαλυφθείτε, αποκαλυφτείτε
Part
izip
Presαποκαλύπτονταςαποκαλυπτόμενος
Perfέχοντας αποκαλύψει
InfinAoristαποκαλύψειαποκαλυφθεί, αποκαλυπτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback