einschränken
 Verb

περιορίζω Verb
(0)
περικόπτω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich sagte, ich mache das, wenn sie die Preise senken... Ausgaben einschränken und senden.Είπα ότι θα μείνω, αν μειώσουν τις τιμές και τα έξοδα και κάνουν εκπομπές.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir könnten ihren Ausgang auf die Gegend einschränken, Sir.Μπορουμε να τις θεσουμε υπο περιορισμο στην περιοχη Για το σαββατοβραδο, κυριε.

Übersetzung nicht bestätigt

Da die Welt zurzeit von keiner Seemacht bedroht wird, sollte man die Zahl der Großkampfschiffe einschränken.Αφού καμία μείζων ναυτική δύναμη δεν απειλεί τον κόσμο στις μέρες μας... η υπερβολική υπεροχή του Ναυτικού σε πολεμικά πλοία μοιάζει περιττή.

Übersetzung nicht bestätigt

Allerdings müssen wir einschränken, das die Reichweite nur 15 m beträgt.Δυστυχώς δουλεύει μόνο στα 14,5 μέτρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie müssen Ihre Ernährung und Ihren Schlaf kontrollieren... Ihr Privatleben einschränken.Το τι τρως, ρυθμίζουν τον ύπνο σου δεν έχεις προσωπική ζωή.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περιορίζωπεριορίζουμε, περιορίζομεπεριορίζομαιπεριοριζόμαστε
περιορίζειςπεριορίζετεπεριορίζεσαιπεριορίζεστε, περιοριζόσαστε
περιορίζειπεριορίζουν(ε)περιορίζεταιπεριορίζονται
Imper
fekt
περιόριζαπεριορίζαμεπεριοριζόμουν(α)περιοριζόμαστε, περιοριζόμασταν
περιόριζεςπεριορίζατεπεριοριζόσουν(α)περιοριζόσαστε, περιοριζόσασταν
περιόριζεπεριόριζαν, περιορίζαν(ε)περιοριζόταν(ε)περιορίζονταν, περιοριζόντανε, περιοριζόντουσαν
Aoristπεριόρισαπεριορίσαμεπεριορίστηκαπεριοριστήκαμε
περιόρισεςπεριορίσατεπεριορίστηκεςπεριοριστήκατε
περιόρισεπεριόρισαν, περιορίσαν(ε)περιορίστηκεπεριορίστηκαν, περιοριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω περιορίσει
έχω περιορισμένο
έχουμε περιορίσει
έχουμε περιορισμένο
έχω περιοριστεί
είμαι περιορισμένος, -η
έχουμε περιοριστεί
είμαστε περιορισμένοι, -ες
έχεις περιορίσει
έχεις περιορισμένο
έχετε περιορίσει
έχετε περιορισμένο
έχεις περιοριστεί
είσαι περιορισμένος, -η
έχετε περιοριστεί
είστε περιορισμένοι, -ες
έχει περιορίσει
έχει περιορισμένο
έχουν περιορίσει
έχουν περιορισμένο
έχει περιοριστεί
είναι περιορισμένος, -η, -ο
έχουν περιοριστεί
είναι περιορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα περιορίσει
είχα περιορισμένο
είχαμε περιορίσει
είχαμε περιορισμένο
είχα περιοριστεί
ήμουν περιορισμένος, -η
είχαμε περιοριστεί
ήμαστε περιορισμένοι, -ες
είχες περιορίσει
είχες περιορισμένο
είχατε περιορίσει
είχατε περιορισμένο
είχες περιοριστεί
ήσουν περιορισμένος, -η
είχατε περιοριστεί
ήσαστε περιορισμένοι, -ες
είχε περιορίσει
είχε περιορισμένο
είχαν περιορίσει
είχαν περιορισμένο
είχε περιοριστεί
ήταν περιορισμένος, -η, -ο
είχαν περιοριστεί
ήταν περιορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περιορίζωθα περιορίζουμε, θα περιορίζομεθα περιορίζομαιθα περιοριζόμαστε
θα περιορίζειςθα περιορίζετεθα περιορίζεσαιθα περιορίζεστε, θα περιοριζόσαστε
θα περιορίζειθα περιορίζουν(ε)θα περιορίζεταιθα περιορίζονται
Fut
ur
θα περιορίσωθα περιορίσουμε, θα περιορίζομεθα περιοριστώθα περιοριστούμε
θα περιορίσειςθα περιορίσετεθα περιοριστείςθα περιοριστείτε
θα περιορίσειθα περιορίσουν(ε)θα περιοριστείθα περιοριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περιορίσει
θα έχω περιορισμένο
θα έχουμε περιορίσει
θα έχουμε περιορισμένο
θα έχω περιοριστεί
θα είμαι περιορισμένος, -η
θα έχουμε περιοριστεί
θα είμαστε περιορισμένοι, -ες
θα έχεις περιορίσει
θα έχεις περιορισμένο
θα έχετε περιορίσει
θα έχετε περιορισμένο
θα έχεις περιοριστεί
θα είσαι περιορισμένος, -η
θα έχετε περιοριστεί
θα είστε περιορισμένοι, -ες
θα έχει περιορίσει
θα έχει περιορισμένο
θα έχουν περιορίσει
θα έχουν περιορισμένο
θα έχει περιοριστεί
θα είναι περιορισμένος, -η, -ο
θα έχουν περιοριστεί
θα είναι περιορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περιορίζωνα περιορίζουμε, να περιορίζομενα περιορίζομαινα περιοριζόμαστε
να περιορίζειςνα περιορίζετενα περιορίζεσαινα περιορίζεστε, να περιοριζόσαστε
να περιορίζεινα περιορίζουν(ε)να περιορίζεταινα περιορίζονται
Aoristνα περιορίσωνα περιορίσουμε, να περιορίσομενα περιοριστώνα περιοριστούμε
να περιορίσειςνα περιορίσετενα περιοριστείςνα περιοριστείτε
να περιορίσεινα περιορίσουν(ε)να περιοριστείνα περιοριστούν(ε)
Perfνα έχω περιορίσει
να έχω περιορισμένο
να έχουμε περιορίσει
να έχουμε περιορισμένο
να έχω περιοριστεί
να είμαι περιορισμένος, -η
να έχουμε περιοριστεί
να είμαστε περιορισμένοι, -ες
να έχεις περιορίσει
να έχεις περιορισμένο
να έχετε περιορίσει
να έχετε περιορισμένο
να έχεις περιοριστεί
να είσαι περιορισμένος, -η
να έχετε περιοριστεί
να είστε περιορισμένοι, -ες
να έχει περιορίσει
να έχει περιορισμένο
να έχουν περιορίσει
να έχουν περιορισμένο
να έχει περιοριστεί
να είναι περιορισμένος, -η, -ο
να έχουν περιοριστεί
να είναι περιορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπεριόριζεπεριορίζετεπεριορίζεστε
Aoristπεριόρισεπεριορίστεπεριορίσουπεριοριστείτε
Part
izip
Presπεριορίζονταςπεριοριζόμενος
Perfέχοντας περιορίσει, έχοντας περιορισμένοπεριορισμένος, -η, -οπεριορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristπεριορίσειπεριοριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback