einsammeln
 Verb

μαζεύω Verb
(5)
συγκεντρώνω Verb
(0)
περιμαζεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Auf einen Streich hatte ich 7 Jungs vom See mit nach Hause gebracht. Aber jetzt wird meine Liste länger und länger und ich muss sie alle einzeln in den Dörfern und Wäldern einsammeln.Με μια φορά έφερα 7 αγόρια από την λίμνη, αλλά τώρα, καθώς η λίστα μου μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο, πρέπει να τους μαζεύω έναν προς έναν απ'τα χωριά και τα δάση.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber ich wurde gezwungen, Shaolin Kung-Fu zu studieren, und wurde dann Tellerwäscher, und musste vorher sogar Scheisse und Urin einsammeln?Σαολίν κουνγκ-φου με τον πατέρα μου; Για να πλένω πιάτα και να μαζεύω σκατά και ούρα απο τουαλέτες;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich bin seit 9 Monaten hier und muß immer noch Müll einsammeln.Εγώ είμαι εδώ εννέα μήνες και ακόμα μαζεύω σκουπίδια.

Übersetzung nicht bestätigt

Erster Beruf: U-Bahn-Jetons einsammeln. In der U-Bahn.Η πρώτη μου δουλειά ήταν να μαζεύω τα εισιτήρια στο μετρό.

Übersetzung nicht bestätigt

Je mehr Energie du ausstößt, desto mehr kann ich einsammeln für meine...Όσο πιο πολλή ενέργεια ξοδεύεις τόση πιο πολλή μαζεύω...

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαζεύωμαζεύουμε, μαζεύομεμαζεύομαιμαζευόμαστε
μαζεύειςμαζεύετεμαζεύεσαιμαζεύεστε, μαζευόσαστε
μαζεύειμαζεύουν(ε)μαζεύεταιμαζεύονται
Imper
fekt
μάζευαμαζεύαμεμαζευόμουν(α)μαζευόμαστε, μαζευόμασταν
μάζευεςμαζεύατεμαζευόσουν(α)μαζευόσαστε, μαζευόσασταν
μάζευεμάζευαν, μαζεύαν(ε)μαζευόταν(ε)μαζεύονταν, μαζευόντανε, μαζευόντουσαν
Aoristμάζεψαμαζέψαμεμαζεύτηκαμαζευτήκαμε
μάζεψεςμαζέψατεμαζεύτηκεςμαζευτήκατε
μάζεψεμάζεψαν, μαζέψαν(ε)μαζεύτηκεμαζεύτηκαν, μαζευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μαζέψει
έχω μαζεμένο
έχουμε μαζέψει
έχουμε μαζεμένο
έχω μαζευτεί
είμαι μαζεμένος, -η
έχουμε μαζευτεί
είμαστε μαζεμένοι, -ες
έχεις μαζέψει
έχεις μαζεμένο
έχετε μαζέψει
έχετε μαζεμένο
έχεις μαζευτεί
είσαι μαζεμένος, -η
έχετε μαζευτεί
είστε μαζεμένοι, -ες
έχει μαζέψει
έχει μαζεμένο
έχουν μαζέψει
έχουν μαζεμένο
έχει μαζευτεί
είναι μαζεμένος, -η, -ο
έχουν μαζευτεί
είναι μαζεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μαζέψει
είχα μαζεμένο
είχαμε μαζέψει
είχαμε μαζεμένο
είχα μαζευτεί
ήμουν μαζεμένος, -η
είχαμε μαζευτεί
ήμαστε μαζεμένοι, -ες
είχες μαζέψει
είχες μαζεμένο
είχατε μαζέψει
είχατε μαζεμένο
είχες μαζευτεί
ήσουν μαζεμένος, -η
είχατε μαζευτεί
ήσαστε μαζεμένοι, -ες
είχε μαζέψει
είχε μαζεμένο
είχαν μαζέψει
είχαν μαζεμένο
είχε μαζευτεί
ήταν μαζεμένος, -η, -ο
είχαν μαζευτεί
ήταν μαζεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαζεύωθα μαζεύουμε, θα μαζεύομεθα μαζεύομαιθα μαζευόμαστε
θα μαζεύειςθα μαζεύετεθα μαζεύεσαιθα μαζεύεστε, θα μαζευόσαστε
θα μαζεύειθα μαζεύουν(ε)θα μαζεύεταιθα μαζεύονται
Fut
ur
θα μαζέψωθα μαζέψουμε, θα μαζέψομεθα μαζευτώθα μαζευτούμε
θα μαζέψειςθα μαζέψετεθα μαζευτείςθα μαζευτείτε
θα μαζέψειθα μαζέψουν(ε)θα μαζευτείθα μαζευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαζέψει
θα έχω μαζεμένο
θα έχουμε μαζέψει
θα έχουμε μαζεμένο
θα έχω μαζευτεί
θα είμαι μαζεμένος, -η
θα έχουμε μαζευτεί
θα είμαστε μαζεμένοι, -ες
θα έχεις μαζέψει
θα έχεις μαζεμένο
θα έχετε μαζέψει
θα έχετε μαζεμένο
θα έχεις μαζευτεί
θα είσαι μαζεμένος, -η
θα έχετε μαζευτεί
θα είστε μαζεμένοι, -ες
θα έχει μαζέψει
θα έχει μαζεμένο
θα έχουν μαζέψει
θα έχουν μαζεμένο
θα έχει μαζευτεί
θα είναι μαζεμένος, -η, -ο
θα έχουν μαζευτεί
θα είναι μαζεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαζεύωνα μαζεύουμε, να μαζεύομενα μαζεύομαινα μαζευόμαστε
να μαζεύειςνα μαζεύετενα μαζεύεσαινα μαζεύεστε, να μαζευόσαστε
να μαζεύεινα μαζεύουν(ε)να μαζεύεταινα μαζεύονται
Aoristνα μαζέψωνα μαζέψουμε, να μαζέψομενα μαζευτώνα μαζευτούμε
να μαζέψειςνα μαζέψετενα μαζευτείςνα μαζευτείτε
να μαζέψεινα μαζέψουν(ε)να μαζευτείνα μαζευτούν(ε)
Perfνα έχω μαζέψει
να έχω μαζεμένο
να έχουμε μαζέψει
να έχουμε μαζεμένο
να έχω μαζευτεί
να είμαι μαζεμένος, -η
να έχουμε μαζευτεί
να είμαστε μαζεμένοι, -ες
να έχεις μαζέψει
να έχεις μαζεμένο
να έχετε μαζέψει
να έχετε μαζεμένο
να έχεις μαζευτεί
να είσαι μαζεμένος, -η
να έχετε μαζευτεί
να είστε μαζεμένοι, -ες
να έχει μαζέψει
να έχει μαζεμένο
να έχουν μαζέψει
να έχουν μαζεμένο
να έχει μαζευτεί
να είναι μαζεμένος, -η, -ο
να έχουν μαζευτεί
να είναι μαζεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμάζευεμαζεύετεμαζεύεστε
Aoristμάζεψεμαζέψτε, μαζεύτεμαζέψουμαζευτείτε
Part
izip
Presμαζεύοντας
Perfέχοντας μαζέψει, έχοντας μαζεμένομαζεμένος, -η, -ομαζεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμαζέψειμαζευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback