einlassen
 Verb

βάζω Verb
(0)
γεμίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Dort wird man dir ein kühles Bad einlassen.Ο κύριος Κάρσον θα φροντίσει να κάνεις ένα κρύο μπάνιο, αγάπη μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Meine Güte! Warum musste ich mich nur mit dir einlassen?Μα την πίστη μου, τι ήθελα να μπλέξω μαζί σου;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich hätte mich nie mit euch einlassen sollen.Δεν έπρεπε να σας γνώριζα ποτέ.

Übersetzung nicht bestätigt

Junger Mann, Sie wissen hoffentlich, auf was Sie sich da einlassen.Λοιπόν, νεαρέ, ελπίζω να έχεις καταλάβει πού πας να μπλέξεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie sollen mir nicht die Schuhe ausziehen, kein Frühstück machen und kein heißes Bad einlassen.Δε θέλω να μου βγάλεις τα παπούτσια, ούτε να μου φτιάξεις πρωινό... ούτε να μου ετοιμάσεις ζεστό μπάνιο...

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάζωβάζουμε, βάζομεβάζομαιβαζόμαστε
βάζειςβάζετεβάζεσαιβάζεστε, βαζόσαστε
βάζειβάζουν(ε)βάζεταιβάζονται
Imper
fekt
έβαζαβάζαμεβαζόμουν(α)βαζόμαστε, βαζόμασταν
έβαζεςβάζατεβαζόσουν(α)βαζόσαστε, βαζόσασταν
έβαζεέβαζαν, βάζαν(ε)βαζόταν(ε)βάζονταν, βαζόντανε, βαζόντουσαν
Aoristέβαλαβάλαμεβάλθηκαβαλθήκαμε
έβαλεςβάλατεβάλθηκεςβαλθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βάλθηκεβάλθηκαν, βαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλει
έχω βαλμένο
έχουμε βάλει
έχουμε βαλμένο
έχω βαλθεί
είμαι βαλμένος, -η
έχουμε βαλθεί
είμαστε βαλμένοι, -ες
έχεις βάλει
έχεις βαλμένο
έχετε βάλει
έχετε βαλμένο
έχεις βαλθεί
είσαι βαλμένος, -η
έχετε βαλθεί
είστε βαλμένοι, -ες
έχει βάλει
έχει βαλμένο
έχουν βάλει
έχουν βαλμένο
έχει βαλθεί
είναι βαλμένος, -η, -ο
έχουν βαλθεί
είναι βαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλει
είχα βαλμένο
είχαμε βάλει
είχαμε βαλμένο
είχα βαλθεί
ήμουν βαλμένος, -η
είχαμε βαλθεί
ήμαστε βαλμένοι, -ες
είχες βάλει
είχες βαλμένο
είχατε βάλει
είχατε βαλμένο
είχες βαλθεί
ήσουν βαλμένος, -η
είχατε βαλθεί
ήσαστε βαλμένοι, -ες
είχε βάλει
είχε βαλμένο
είχαν βάλει
είχαν βαλμένο
είχε βαλθεί
ήταν βαλμένος, -η, -ο
είχαν βαλθεί
ήταν βαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάζωθα βάζουμε, θα βάζομεθα βάζομαιθα βαζόμαστε
θα βάζειςθα βάζετεθα βάζεσαιθα βάζεστε, θα βαζόσαστε
θα βάζειθα βάζουν(ε)θα βάζεταιθα βάζονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βαλθώθα βαλθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βαλθείςθα βαλθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βαλθείθα βαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλει
θα έχω βαλμένο
θα έχουμε βάλει
θα έχουμε βαλμένο
θα έχω βαλθεί
θα είμαι βαλμένος, -η
θα έχουμε βαλθεί
θα είμαστε βαλμένοι, -ες
θα έχεις βάλει
θα έχεις βαλμένο
θα έχετε βάλει
θα έχετε βαλμένο
θα έχεις βαλθεί
θα είσαι βαλμένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βαλμένοι, -ες
θα έχει βάλει
θα έχει βαλμένο
θα έχουν βάλει
θα έχουν βαλμένο
θα έχει βαλθεί
θα είναι βαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βαλθεί
θα είναι βαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάζωνα βάζουμε, να βάζομενα βάζομαινα βαζόμαστε
να βάζειςνα βάζετενα βάζεσαινα βάζεστε, να βαζόσαστε
να βάζεινα βάζουν(ε)να βάζεταινα βάζονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βαλθώνα βαλθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βαλθείςνα βαλθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βαλθείνα βαλθούν(ε)
Perfνα έχω βάλει
να έχω βαλμένο
να έχουμε βάλει
να έχουμε βαλμένο
να έχω βαλθεί
να είμαι βαλμένος, -η
να έχουμε βαλθεί
να είμαστε βαλμένοι, -ες
να έχεις βάλει
να έχεις βαλμένο
να έχετε βάλει
να έχετε βαλμένο
να έχεις βαλθεί
να είσαι βαλμένος, -η
να έχετε βαλθεί
να είστε βαλμένοι, -ες
να έχει βάλει
να έχει βαλμένο
να έχουν βάλει
να έχουν βαλμένο
να έχει βαλθεί
να είναι βαλμένος, -η, -ο
να έχουν βαλθεί
να είναι βαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάζεβάζετεβάζεστε
Aoristβάλεβάλτεβαλθείτε
Part
izip
Presβάζοντας
Perfέχοντας βάλει, έχοντας βαλμένοβαλμένος, -η, -οβαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβαλθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γεμίζωγεμίζουμε, γεμίζομε
γεμίζειςγεμίζετε
γεμίζειγεμίζουν(ε)
Imper
fekt
γέμιζαγεμίζαμε
γέμιζεςγεμίζατε
γέμιζεγέμιζαν, γεμίζαν(ε)
Aoristγέμισαγεμίσαμε
γέμισεςγεμίσατε
γέμισεγέμισαν, γεμίσαν(ε)
Per
fekt
έχω γεμίσειέχουμε γεμίσει
έχεις γεμίσειέχετε γεμίσει
έχει γεμίσειέχουν γεμίσει
Plu
per
fekt
είχα γεμίσειείχαμε γεμίσει
είχες γεμίσειείχατε γεμίσει
είχε γεμίσειείχαν γεμίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γεμίζωθα γεμίζουμε, θα γεμίζομε
θα γεμίζειςθα γεμίζετε
θα γεμίζειθα γεμίζουν(ε)
Fut
ur
θα γεμίσωθα γεμίσουμε, θα γεμίζομε
θα γεμίσειςθα γεμίσετε
θα γεμίσειθα γεμίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γεμίσειθα έχουμε γεμίσει
θα έχεις γεμίσειθα έχετε γεμίσει
θα έχει γεμίσειθα έχουν γεμίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γεμίζωνα γεμίζουμε, να γεμίζομε
να γεμίζειςνα γεμίζετε
να γεμίζεινα γεμίζουν(ε)
Aoristνα γεμίσωνα γεμίσουμε, να γεμίσομε
να γεμίσειςνα γεμίσετε
να γεμίσεινα γεμίσουν(ε)
Perfνα έχω γεμίσεινα έχουμε γεμίσει
να έχεις γεμίσεινα έχετε γεμίσει
να έχει γεμίσεινα έχουν γεμίσει
Imper
ativ
Presγέμιζεγεμίζετε
Aoristγέμισεγεμίστε
Part
izip
Presγεμίζοντας
Perfέχοντας γεμίσει
InfinAoristγεμίσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback