einholen
 Verb

προφταίνω Verb
(1)
προλαβαίνω Verb
(0)
μαϊνάρω Verb
(0)
υποστέλλω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich renne wie verrückt, aber ich kann ihn nicht einholen, und ich schreie: "Komm zurück!"Τρέχω πολύ γρήγορα, αλλά δεν τον προφταίνω... και ουρλιάζω, "Γύρνα πίσω!"

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
einholen
versägen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προφταίνω →ftano">φτάνωπροφταίνουμε, προφταίνομε
προφταίνειςπροφταίνετε
προφταίνειπροφταίνουν(ε)
Imper
fekt
πρόφταιναπροφταίναμε
πρόφταινεςπροφταίνατε
πρόφταινεπρόφταιναν, προφταίναν(ε)
Aoristπρόφτασαπροφτάσαμε
πρόφτασεςπροφτάσατε
πρόφτασεπρόφτασαν, προφτάσαν(ε)
Per
fekt
έχω προφτάσειέχουμε προφτάσει
έχεις προφτάσειέχετε προφτάσει
έχει προφτάσειέχουν προφτάσει
Plu
per
fekt
είχα προφτάσειείχαμε προφτάσει
είχες προφτάσειείχατε προφτάσει
είχε προφτάσειείχαν προφτάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προφταίνωθα προφταίνουμε, θα προφταίνομε
θα προφταίνειςθα προφταίνετε
θα προφταίνειθα προφταίνουν(ε)
Fut
ur
θα προφτάσωθα προφτάσουμε, θα προφτάσομε
θα προφτάσειςθα προφτάσετε
θα προφτάσειθα προφτάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προφτάσειθα έχουμε προφτάσει
θα έχεις προφτάσειθα έχετε προφτάσει
θα έχει προφτάσειθα έχουν προφτάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προφταίνωνα προφταίνουμε, να προφταίνομε
να προφταίνειςνα προφταίνετε
να προφταίνεινα προφταίνουν(ε)
Aoristνα προφτάσωνα προφτάσουμε, να προφτάσομε
να προφτάσειςνα προφτάσετε
να προφτάσεινα προφτάσουν(ε)
Perfνα έχω προφτάσεινα έχουμε προφτάσει
να έχεις προφτάσεινα έχετε προφτάσει
να έχει προφτάσεινα έχουν προφτάσει
Imper
ativ
Presπρόφταινεπροφταίνετε
Aoristπρόφτασεπροφτάστε
Part
izip
Presπροφταίνοντας
Perfέχοντας προφτάσει
InfinAoristπροφτάσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προλαβαίνω, prolambano">προλαμβάνωπρολαβαίνουμε, προλαβαίνομε
προλαβαίνειςπρολαβαίνετε
προλαβαίνειπρολαβαίνουν(ε)
Imper
fekt
προλάβαιναπρολαβαίναμε
προλάβαινεςπρολαβαίνατε
προλάβαινεπρολάβαιναν, προλαβαίναν(ε)
Aoristπρόλαβαπρολάβαμε
πρόλαβεςπρολάβατε
πρόλαβεπρόλαβαν, προλάβαν(ε)
Per
fekt
έχω προλάβειέχουμε προλάβει
έχεις προλάβειέχετε προλάβει
έχει προλάβειέχουν προλάβει
Plu
per
fekt
είχα προλάβειείχαμε προλάβει
είχες προλάβειείχατε προλάβει
είχε προλάβειείχαν προλάβει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προλαβαίνωθα προλαβαίνουμε, θα προλαβαίνομε
θα προλαβαίνειςθα προλαβαίνετε
θα προλαβαίνειθα προλαβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα προλάβωθα προλάβουμε, θα προλάβομε
θα προλάβειςθα προλάβετε
θα προλάβειθα προλάβουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προλάβειθα έχουμε προλάβει
θα έχεις προλάβειθα έχετε προλάβει
θα έχει προλάβειθα έχουν προλάβει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προλαβαίνωνα προλαβαίνουμε, να προλαβαίνομε
να προλαβαίνειςνα προλαβαίνετε
να προλαβαίνεινα προλαβαίνουν(ε)
Aoristνα προλάβωνα προλάβουμε, να προλάβομε
να προλάβειςνα προλάβετε
να προλάβεινα προλάβουν(ε)
Perfνα έχω προλάβεινα έχουμε προλάβει
να έχεις προλάβεινα έχετε προλάβει
να έχει προλάβεινα έχουν προλάβει
Imper
ativ
Presπρολάβαινεπρολαβαίνετε
Aoristπρόλαβεπρολάβετε
Part
izip
Presπρολαβαίνοντας
Perfέχοντας προλάβει
InfinAoristπρολάβει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback