diskreditieren
 Verb

ντροπιάζω Verb
(0)
δυσφημώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich will etwas über ihn erfahren, etwas, das ihn diskreditieren wird.Θέλω να ανακαλύψω οτιδήποτε... θα τον ατίμαζε ενώπιον του λαού του.

Übersetzung nicht bestätigt

Ihr militärischer Rang und ihre Position sind mir klar, Oberst, wie Ihre Versuche, mich bei meinen Vorgesetzten in Berlin zu diskreditieren.Γνωρίζω καλά το βαθμό και τη θέση σας, συνταγματάρχα... αλλά και τις προσπάθειές σας να με δυσφημίσετε στο Βερολίνο.

Übersetzung nicht bestätigt

Begreifen Sie, dass Sie dadurch die gesamte Polizei diskreditieren werden?Κατανοείς ότι εξαιτίας σου, θα δυσφημιστεί όλο το Σώμα;

Übersetzung nicht bestätigt

Wüssten wir, wie wir ihn irgendwie diskreditieren könnten, hätten wir das schon längst getan, glauben Sie mir.Αν θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιο τρόπο για να τον δυσφημήσουμε, πίστεψε με, θα το είχαμε κάνει, ήδη.

Übersetzung nicht bestätigt

Wie konnte ein junger Mann Ihrer Herkunft und Bildung so tief sinken, und sich mit so einem abscheulichen Verhalten diskreditieren.Πως ένας νεαρός άντρας με την δική σας ανατροφή και εκπαίδευση να ξεπέφτει τόσο χαμηλά και να καταδικάζει τον εαυτό του με αυτούς...με αυτούς τους αηδιαστικούς πειραματισμούς.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ντροπιάζωντροπιάζουμε, ντροπιάζομεντροπιάζομαιντροπιαζόμαστε
ντροπιάζειςντροπιάζετεντροπιάζεσαιντροπιάζεστε, ντροπιαζόσαστε
ντροπιάζειντροπιάζουν(ε)ντροπιάζεταιντροπιάζονται
Imper
fekt
ντρόπιαζαντροπιάζαμεντροπιαζόμουν(α)ντροπιαζόμαστε, ντροπιαζόμασταν
ντρόπιαζεςντροπιάζατεντροπιαζόσουν(α)ντροπιαζόσαστε, ντροπιαζόσασταν
ντρόπιαζεντρόπιαζαν, ντροπιάζαν(ε)ντροπιαζόταν(ε)ντροπιάζονταν, ντροπιαζόντανε, ντροπιαζόντουσαν
Aoristντρόπιασαντροπιάσαμεντροπιάστηκαντροπιαστήκαμε
ντρόπιασεςντροπιάσατεντροπιάστηκεςντροπιαστήκατε
ντρόπιασεντρόπιασαν, ντροπιάσαν(ε)ντροπιάστηκεντροπιάστηκαν, ντροπιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ντροπιάσει
έχω ντροπιασμένο
έχουμε ντροπιάσει
έχουμε ντροπιασμένο
έχω ντροπιαστεί
είμαι ντροπιασμένος, -η
έχουμε ντροπιαστεί
είμαστε ντροπιασμένοι, -ες
έχεις ντροπιάσει
έχεις ντροπιασμένο
έχετε ντροπιάσει
έχετε ντροπιασμένο
έχεις ντροπιαστεί
είσαι ντροπιασμένος, -η
έχετε ντροπιαστεί
είστε ντροπιασμένοι, -ες
έχει ντροπιάσει
έχει ντροπιασμένο
έχουν ντροπιάσει
έχουν ντροπιασμένο
έχει ντροπιαστεί
είναι ντροπιασμένος, -η, -ο
έχουν ντροπιαστεί
είναι ντροπιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ντροπιάσει
είχα ντροπιασμένο
είχαμε ντροπιάσει
είχαμε ντροπισμένο
είχα ντροπιαστεί
ήμουν ντροπιασμένος, -η
είχαμε ντροπιαστεί
ήμαστε ντροπιασμένοι, -ες
είχες ντροπιάσει
είχες ντροπιασμένο
είχατε ντροπιάσει
είχατε ντροπιασμένο
είχες ντροπιαστεί
ήσουν ντροπιασμένος, -η
είχατε ντροπιαστεί
ήσαστε ντροπιασμένοι, -ες
είχε ντροπιάσει
είχε ντροπιασμένο
είχαν ντροπιάσει
είχαν ντροπιασμένο
είχε ντροπιαστεί
ήταν ντροπιασμένος, -η, -ο
είχαν ντροπιαστεί
ήταν ντροπιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ντροπιάζωθα ντροπιάζουμε, θα ντροπιάζομεθα ντροπιάζομαιθα ντροπιαζόμαστε
θα ντροπιάζειςθα ντροπιάζετεθα ντροπιάζεσαιθα ντροπιάζεστε, θα ντροπιαζόσαστε
θα ντροπιάζειθα ντροπιάζουν(ε)θα ντροπιάζεταιθα ντροπιάζονται
Fut
ur
θα ντροπιάσωθα ντροπιάσουμε, θα ντροπιάζομεθα ντροπιαστώθα ντροπιαστούμε
θα ντροπιάσειςθα ντροπιάσετεθα ντροπιαστείςθα ντροπιαστείτε
θα ντροπιάσειθα ντροπιάσουν(ε)θα ντροπιαστείθα ντροπιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ντροπιάσει
θα έχω ντροπιασμένο
θα έχουμε ντροπιάσει
θα έχουμε ντροπιασμένο
θα έχω ντροπιαστεί
θα είμαι ντροπιασμένος, -η
θα έχουμε ντροπιαστεί
θα είμαστε ντροπιασμένοι, -ες
θα έχεις ντροπιάσει
θα έχεις ντροπιασμένο
θα έχετε ντροπιάσει
θα έχετε ντροπιασμένο
θα έχεις ντροπιαστεί
θα είσαι ντροπιασμένος, -η
θα έχετε ντροπιαστεί
θα είστε ντροπιασμένοι, -ες
θα έχει ντροπιάσει
θα έχει ντροπιασμένο
θα έχουν ντροπιάσει
θα έχουν ντροπιασμένο
θα έχει ντροπιαστεί
θα είναι ντροπιασμένος, -η, -ο
θα έχουν ντροπιαστεί
θα είναι ντροπιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ντροπιάζωνα ντροπιάζουμε, να ντροπιάζομενα ντροπιάζομαινα ντροπιαζόμαστε
να ντροπιάζειςνα ντροπιάζετενα ντροπιάζεσαινα ντροπιάζεστε, να ντροπιαζόσαστε
να ντροπιάζεινα ντροπιάζουν(ε)να ντροπιάζεταινα ντροπιάζονται
Aoristνα ντροπιάσωνα ντροπιάσουμε, να ντροπιάσομενα ντροπιαστώνα ντροπιαστούμε
να ντροπιάσειςνα ντροπιάσετενα ντροπιαστείςνα ντροπιαστείτε
να ντροπιάσεινα ντροπιάσουν(ε)να ντροπιαστείνα ντροπιαστούν(ε)
Perfνα έχω ντροπιάσει
να έχω ντροπιασμένο
να έχουμε ντροπιάσει
να έχουμε ντροπιασμένο
να έχω ντροπιαστεί
να είμαι ντροπιασμένος, -η
να έχουμε ντροπιαστεί
να είμαστε ντροπιασμένοι, -ες
να έχεις ντροπιάσει
να έχεις ντροπιασμένο
να έχετε ντροπιάσει
να έχετε ντροπιασμένο
να έχεις ντροπιαστεί
να είσαι ντροπιασμένος, -η
να έχετε ντροπιαστεί
να είστε ντροπιασμένοι, -ες
να έχει ντροπιάσει
να έχει ντροπιασμένο
να έχουν ντροπιάσει
να έχουν ντροπιασμένο
να έχει ντροπιαστεί
να είναι ντροπιασμένος, -η, -ο
να έχουν ντροπιαστεί
να είναι ντροπιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presντρόπιαζεντροπιάζετεντροπιάζεστε
Aoristντρόπιασεντροπιάστεντροπιάσουντροπιαστείτε
Part
izip
Presντροπιάζονταςντροπιαζόμενος
Perfέχοντας ντροπιάσει, έχοντας ντροπιασμένοντροπιασμένος, -η, -οντροπιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristντροπιάσειντροπιαστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
dysfimizo">δυσφημώδυσφημούμεδυσφημούμαιδυσφημούμαστε
δυσφημείςδυσφημείτεδυσφημείσαιδυσφημείστε
δυσφημείδυσφημούν(ε)δυσφημείταιδυσφημούνται
Imper
fekt
δυσφημούσαδυσφημούσαμεδυσφημόμουνδυσφημόμαστε
δυσφημούσεςδυσφημούσατεδυσφημόσουνδυσφημόσαστε
δυσφημούσεδυσφημούσαν(ε)δυσφημόνταν, (δυσφημείτο)δυσφημόνταν, (δυσφημούντο)
Aoristδυσφήμησαδυσφημήσαμεδυσφημήθηκαδυσφημηθήκαμε
δυσφήμησεςδυσφημήσατεδυσφημήθηκεςδυσφημηθήκατε
δυσφήμησεδυσφήμησαν, δυσφημήσαν(ε)δυσφημήθηκεδυσφημήθηκαν, δυσφημηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω δυσφημήσει
έχω δυσφημησμένο
έχουμε δυσφημήσει
έχουμε δυσφημησμένο
έχω δυσφημηθεί
είμαι δυσφημησμένος, -η
έχουμε δυσφημηθεί
είμαστε δυσφημησμένοι, -ες
έχεις δυσφημήσει
έχεις δυσφημησμένο
έχετε δυσφημήσει
έχετε δυσφημησμένο
έχεις δυσφημηθεί
είσαι δυσφημησμένος, -η
έχετε δυσφημηθεί
είστε δυσφημησμένοι, -ες
έχει δυσφημήσει
έχει δυσφημησμένο
έχουν δυσφημήσει
έχουν δυσφημησμένο
έχει δυσφημηθεί
είναι δυσφημησμένος, -η, -ο
έχουν δυσφημηθεί
είναι δυσφημησμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα δυσφημήσει
είχα δυσφημησμένο
είχαμε δυσφημήσει
είχαμε δυσφημησμένο
είχα δυσφημηθεί
ήμουν δυσφημησμένος, -η
είχαμε δυσφημηθεί
ήμαστε δυσφημησμένοι, -ες
είχες δυσφημήσει
είχες δυσφημησμένο
είχατε δυσφημήσει
είχατε δυσφημησμένο
είχες δυσφημηθεί
ήσουν δυσφημησμένος, -η
είχατε δυσφημηθεί
ήσαστε δυσφημησμένοι, -ες
είχε δυσφημήσει
είχε δυσφημησμένο
είχαν δυσφημήσει
είχαν δυσφημησμένο
είχε δυσφημηθεί
ήταν δυσφημησμένος, -η, -ο
είχαν δυσφημηθεί
ήταν δυσφημησμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δυσφημώθα δυσφημούμεθα δυσφημούμαιθα δυσφημούμαστε
θα δυσφημείςθα δυσφημείτεθα δυσφημείσαιθα δυσφημείστε
θα δυσφημείθα δυσφημούν(ε)θα δυσφημείταιθα δυσφημούνται
Fut
ur
θα δυσφημήσωθα δυσφημήσουμεθα δυσφημηθώθα δυσφημηθούμε
θα δυσφημήσειςθα δυσφημήσετεθα δυσφημηθείςθα δυσφημηθείτε
θα δυσφημήσειθα δυσφημήσουν(ε)θα δυσφημηθείθα δυσφημηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δυσφημήσει
θα έχω δυσφημησμένο
θα έχουμε δυσφημήσει
θα έχουμε δυσφημησμένο
θα έχω δυσφημηθεί
θα είμαι δυσφημησμένος, -η
θα έχουμε δυσφημηθεί
θα είμαστε δυσφημησμένοι, -ες
θα έχεις δυσφημήσει
θα έχεις δυσφημησμένο
θα έχετε δυσφημήσει
θα έχετε δυσφημησμένο
θα έχεις δυσφημηθεί
θα είσαι δυσφημησμένος, -η
θα έχετε δυσφημηθεί
θα είστε δυσφημησμένοι, -η
θα έχει δυσφημήσει
θα έχει δυσφημησμένο
θα έχουν δυσφημήσει
θα έχουν δυσφημησμένο
θα έχει δυσφημηθεί
θα είναι δυσφημησμένος, -η, -ο
θα έχουν δυσφημηθεί
θα είναι δυσφημησμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δυσφημώνα δυσφημούμενα δυσφημούμαινα δυσφημούμαστε
να δυσφημείςνα δυσφημείτενα δυσφημείσαινα δυσφημείστε
να δυσφημείνα δυσφημούν(ε)να δυσφημείταινα δυσφημούνται
Aoristνα δυσφημήσωνα δυσφημήσουμε, να δυσφημήσομενα δυσφημηθώνα δυσφημηθούμε
να δυσφημήσειςνα δυσφημήσετενα δυσφημηθείςνα δυσφημηθείτε
να δυσφημήσεινα δυσφημήσουν(ε)να δυσφημηθείνα δυσφημηθούν(ε)
Perfνα έχω δυσφημήσει
να έχω δυσφημησμένο
να έχουμε δυσφημήσει
να έχουμε δυσφημησμένο
να έχω δυσφημηθεί
να είμαι δυσφημησμένος, -η
να έχουμε δυσφημηθεί
να είμαστε δυσφημησμένοι, -ες
να έχεις δυσφημήσει
να έχεις δυσφημησμένο
να έχετε δυσφημήσει
να έχετε δυσφημησμένο
να έχεις δυσφημηθεί
να είσαι δυσφημησμένος, -η
να έχετε δυσφημηθεί
να είστε δυσφημησμένοι, -ες
να έχει δυσφημήσει
να έχει δυσφημησμένο
να έχουν δυσφημήσει
να έχουν δυσφημησμένο
να έχει δυσφημηθεί
να είναι δυσφημησμένος, -η, -ο
να έχουν δυσφημηθεί
να είναι δυσφημησμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Pres
Aoristδυσφήμησεδυσφημήστε
Part
izip
Presδυσφημώντας
Perfέχοντας δυσφημήσει, έχοντας δυσφημησμένοδυσφημησμένος, -η, -οδυσφημησμένοι, -ες, -α
InfinAoristδυσφημήσειδυσφημηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback