bloßstellen
 Verb

ντροπιάζω Verb
(1)
εκθέτω Verb
(0)
ξεμπροστιάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
(EN) Herr Präsident! Ich möchte meine Straßburger Tradition fortsetzen und Mitgliedstaaten, die die Lissabon-Richtlinien nicht einhalten, nennen und bloßstellen.(EN) Κύριε Πρόεδρε, θέλω να συνεχίσω τη στρασβουργιανή μου παράδοση να κατονομάζω και να ντροπιάζω κράτη μέλη που παραλείπουν να συμμορφωθούν προς τις οδηγίες της Λισαβόνας.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ντροπιάζωντροπιάζουμε, ντροπιάζομεντροπιάζομαιντροπιαζόμαστε
ντροπιάζειςντροπιάζετεντροπιάζεσαιντροπιάζεστε, ντροπιαζόσαστε
ντροπιάζειντροπιάζουν(ε)ντροπιάζεταιντροπιάζονται
Imper
fekt
ντρόπιαζαντροπιάζαμεντροπιαζόμουν(α)ντροπιαζόμαστε, ντροπιαζόμασταν
ντρόπιαζεςντροπιάζατεντροπιαζόσουν(α)ντροπιαζόσαστε, ντροπιαζόσασταν
ντρόπιαζεντρόπιαζαν, ντροπιάζαν(ε)ντροπιαζόταν(ε)ντροπιάζονταν, ντροπιαζόντανε, ντροπιαζόντουσαν
Aoristντρόπιασαντροπιάσαμεντροπιάστηκαντροπιαστήκαμε
ντρόπιασεςντροπιάσατεντροπιάστηκεςντροπιαστήκατε
ντρόπιασεντρόπιασαν, ντροπιάσαν(ε)ντροπιάστηκεντροπιάστηκαν, ντροπιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ντροπιάσει
έχω ντροπιασμένο
έχουμε ντροπιάσει
έχουμε ντροπιασμένο
έχω ντροπιαστεί
είμαι ντροπιασμένος, -η
έχουμε ντροπιαστεί
είμαστε ντροπιασμένοι, -ες
έχεις ντροπιάσει
έχεις ντροπιασμένο
έχετε ντροπιάσει
έχετε ντροπιασμένο
έχεις ντροπιαστεί
είσαι ντροπιασμένος, -η
έχετε ντροπιαστεί
είστε ντροπιασμένοι, -ες
έχει ντροπιάσει
έχει ντροπιασμένο
έχουν ντροπιάσει
έχουν ντροπιασμένο
έχει ντροπιαστεί
είναι ντροπιασμένος, -η, -ο
έχουν ντροπιαστεί
είναι ντροπιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ντροπιάσει
είχα ντροπιασμένο
είχαμε ντροπιάσει
είχαμε ντροπισμένο
είχα ντροπιαστεί
ήμουν ντροπιασμένος, -η
είχαμε ντροπιαστεί
ήμαστε ντροπιασμένοι, -ες
είχες ντροπιάσει
είχες ντροπιασμένο
είχατε ντροπιάσει
είχατε ντροπιασμένο
είχες ντροπιαστεί
ήσουν ντροπιασμένος, -η
είχατε ντροπιαστεί
ήσαστε ντροπιασμένοι, -ες
είχε ντροπιάσει
είχε ντροπιασμένο
είχαν ντροπιάσει
είχαν ντροπιασμένο
είχε ντροπιαστεί
ήταν ντροπιασμένος, -η, -ο
είχαν ντροπιαστεί
ήταν ντροπιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ντροπιάζωθα ντροπιάζουμε, θα ντροπιάζομεθα ντροπιάζομαιθα ντροπιαζόμαστε
θα ντροπιάζειςθα ντροπιάζετεθα ντροπιάζεσαιθα ντροπιάζεστε, θα ντροπιαζόσαστε
θα ντροπιάζειθα ντροπιάζουν(ε)θα ντροπιάζεταιθα ντροπιάζονται
Fut
ur
θα ντροπιάσωθα ντροπιάσουμε, θα ντροπιάζομεθα ντροπιαστώθα ντροπιαστούμε
θα ντροπιάσειςθα ντροπιάσετεθα ντροπιαστείςθα ντροπιαστείτε
θα ντροπιάσειθα ντροπιάσουν(ε)θα ντροπιαστείθα ντροπιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ντροπιάσει
θα έχω ντροπιασμένο
θα έχουμε ντροπιάσει
θα έχουμε ντροπιασμένο
θα έχω ντροπιαστεί
θα είμαι ντροπιασμένος, -η
θα έχουμε ντροπιαστεί
θα είμαστε ντροπιασμένοι, -ες
θα έχεις ντροπιάσει
θα έχεις ντροπιασμένο
θα έχετε ντροπιάσει
θα έχετε ντροπιασμένο
θα έχεις ντροπιαστεί
θα είσαι ντροπιασμένος, -η
θα έχετε ντροπιαστεί
θα είστε ντροπιασμένοι, -ες
θα έχει ντροπιάσει
θα έχει ντροπιασμένο
θα έχουν ντροπιάσει
θα έχουν ντροπιασμένο
θα έχει ντροπιαστεί
θα είναι ντροπιασμένος, -η, -ο
θα έχουν ντροπιαστεί
θα είναι ντροπιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ντροπιάζωνα ντροπιάζουμε, να ντροπιάζομενα ντροπιάζομαινα ντροπιαζόμαστε
να ντροπιάζειςνα ντροπιάζετενα ντροπιάζεσαινα ντροπιάζεστε, να ντροπιαζόσαστε
να ντροπιάζεινα ντροπιάζουν(ε)να ντροπιάζεταινα ντροπιάζονται
Aoristνα ντροπιάσωνα ντροπιάσουμε, να ντροπιάσομενα ντροπιαστώνα ντροπιαστούμε
να ντροπιάσειςνα ντροπιάσετενα ντροπιαστείςνα ντροπιαστείτε
να ντροπιάσεινα ντροπιάσουν(ε)να ντροπιαστείνα ντροπιαστούν(ε)
Perfνα έχω ντροπιάσει
να έχω ντροπιασμένο
να έχουμε ντροπιάσει
να έχουμε ντροπιασμένο
να έχω ντροπιαστεί
να είμαι ντροπιασμένος, -η
να έχουμε ντροπιαστεί
να είμαστε ντροπιασμένοι, -ες
να έχεις ντροπιάσει
να έχεις ντροπιασμένο
να έχετε ντροπιάσει
να έχετε ντροπιασμένο
να έχεις ντροπιαστεί
να είσαι ντροπιασμένος, -η
να έχετε ντροπιαστεί
να είστε ντροπιασμένοι, -ες
να έχει ντροπιάσει
να έχει ντροπιασμένο
να έχουν ντροπιάσει
να έχουν ντροπιασμένο
να έχει ντροπιαστεί
να είναι ντροπιασμένος, -η, -ο
να έχουν ντροπιαστεί
να είναι ντροπιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presντρόπιαζεντροπιάζετεντροπιάζεστε
Aoristντρόπιασεντροπιάστεντροπιάσουντροπιαστείτε
Part
izip
Presντροπιάζονταςντροπιαζόμενος
Perfέχοντας ντροπιάσει, έχοντας ντροπιασμένοντροπιασμένος, -η, -οντροπιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristντροπιάσειντροπιαστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκθέτωεκθέτουμε, εκθέτομεεκτίθεμαιεκτιθέμεθα
εκθέτειςεκθέτετεεκτίθεσαιεκτίθεσθε
εκθέτειεκθέτουν(ε)εκτίθεταιεκτίθενται
Imper
fekt
εξέθεταεκθέταμε
εξέθετεςεκθέτατε
εξέθετεεξέθεταν, εκθέταν(ε)εξετίθετοεξετίθεντο
Aoristεξέθεσαεκθέσαμεεκτέθηκαεκτεθήκαμε
εξέθεσεςεκθέσατεεκτέθηκεςεκτεθήκατε
εξέθεσεεξέθεσαν, εκθέσαν(ε)εκτέθηκεεκτέθηκαν, εκτεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εκθέσειέχουμε εκθέσειέχω εκτεθεί
είμαι εκτεθειμένος, -η
έχουμε εκτεθεί
είμαστε εκτεθειμένοι, -ες
έχεις εκθέσειέχετε εκθέσειέχεις εκτεθεί
είσαι εκτεθειμένος, -η
έχετε εκτεθεί
είστε εκτεθειμένοι, -ες
έχει εκθέσειέχουν εκθέσειέχει εκτεθεί
είναι εκτεθειμένος, -η, -ο
έχουν εκτεθεί
είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εκθέσειείχαμε εκθέσειείχα εκτεθεί
ήμουν εκτεθειμένος, -η
είχαμε εκτεθεί
ήμαστε εκτεθειμένοι, -ες
είχες εκθέσειείχατε εκθέσειείχες εκτεθεί
ήσουν εκτεθειμένος, -η
είχατε εκτεθεί
ήσαστε εκτεθειμένοι, -ες
είχε εκθέσειείχαν εκθέσειείχε εκτεθεί
ήταν εκτεθειμένος, -η, -ο
είχαν εκτεθεί
ήταν εκτεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκθέτωθα εκθέτουμε, θα εκθέτομεθα εκτίθεμαιθα εκτιθέμεθα
θα εκθέτειςθα εκθέτετεθα εκτίθεσαιθα εκτίθεσθε
θα εκθέτειθα εκθέτουν(ε)θα εκτίθεταιθα εκτίθενται
Fut
ur
θα εκθέσωθα εκθέσουμε, θα εκθέσομεθα εκτεθώθα εκτεθούμε
θα εκθέσειςθα εκθέσετεθα εκτεθείςθα εκτεθείτε
θα εκθέσειθα εκθέσουν(ε)θα εκτεθείθα εκτεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκθέσειθα έχουμε εκθέσειθα έχω εκτεθεί
θα είμαι εκτεθειμένος, -η
θα έχουμε εκτεθεί
θα είμαστε εκτεθειμένοι, -ες
θα έχεις εκθέσειθα έχετε εκθέσειθα έχεις εκτεθεί
θα είσαι εκτεθειμένος, -η
θα έχετε εκτεθεί
θα είστε εκτεθειμένοι, -ες
θα έχει εκθέσειθα έχουν εκθέσειθα έχει εκτεθεί
θα είναι εκτεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν εκτεθεί
θα είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκθέτωνα εκθέτουμε, να εκθέτομενα εκτίθεμαινα εκτιθέμεθα
να εκθέτειςνα εκθέτετενα εκτίθεσαινα εκτίθεσθε
να εκθέτεινα εκθέτουν(ε)να εκτίθεταινα εκτίθενται
Aoristνα εκθέσωνα εκθέσουμε, να εκθέσομενα εκτεθώνα εκτεθούμε
να εκθέσειςνα εκθέσετενα εκτεθείςνα εκτεθείτε
να εκθέσεινα εκθέσουν(ε)να εκτεθείνα εκτεθούν(ε)
Perfνα έχω εκθέσεινα έχουμε εκθέσεινα έχω εκτεθεί
να είμαι εκτεθειμένος, -η
να έχουμε εκτεθεί
να είμαστε εκτεθειμένοι, -ες
να έχεις εκθέσεινα έχετε εκθέσεινα έχεις εκτεθεί
να είσαι εκτεθειμένος, -η
να έχετε εκτεθεί
να είστε εκτεθειμένοι, -ες
να έχει εκθέσεινα έχουν εκθέσεινα έχει εκτεθεί
να είναι εκτεθειμένος, -η, -ο
να έχουν εκτεθεί
να είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέκθετεεκθέτετεεκτίθεσθε
Aoristέκθεσεεκθέσετε, εκθέστεεκθέσουεκτεθείτε
Part
izip
Presεκθέτοντας
Perfέχοντας εκθέσειεκτεθειμένος, -η, -οεκτεθειμένοι, -ες, -α
InfinAoristεκθέσειεκτεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback