bezahlen
 Verb

πληρώνω Verb
(179)
πλερώνω Verb
(1)
DeutschGriechisch
Und wenn ich sagte, na ja, ich werde das Geld verwenden, um meine zahlen Miete und sonstige Aufwendungen im Zusammenhang mit Vermietung findet die wirklich nicht viel ich meine Miete bezahlen, und dann das Ruhe auf der Bank.Και αν έλεγα ότι θα χρησιμοποιήσω τα μετρητά αυτά για να πληρώνω το νοίκι μου και άλλα έξοδα που έχουν να κάνουν με το ενοίκιο, τα οποία δεν είναι και τόσα πολλά, και τα υπόλοιπα τα έβαζα στην τράπεζα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich glaube nicht, das ich Sie bezahlen sich über solche<br />Dinge wie dass zu kümmern, Senior Manager Hwang.Δεν σε πληρώνω για να ανησυχείς για τέτοια πράγματα, Ανώτερε Μάνατζερ Χουάνγκ.

Übersetzung nicht bestätigt

Mein freiberuflicher Job lief aus und ich musste eine Vollzeit-Stelle annehmen, um meine Rechnungen zu bezahlen.Η εργασία μου ως ελεύθερος επαγγελματίας τερματίστικε και έπρεπε να βρω μια κανονική εργασία. για να πληρώνω τους λογαριασμούς.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πληρώνωπληρώνουμε, πληρώνομεπληρώνομαιπληρωνόμαστε
πληρώνειςπληρώνετεπληρώνεσαιπληρώνεστε, πληρωνόσαστε
πληρώνειπληρώνουν(ε)πληρώνεταιπληρώνονται
Imper
fekt
πλήρωναπληρώναμεπληρωνόμουν(α)πληρωνόμαστε, πληρωνόμασταν
πλήρωνεςπληρώνατεπληρωνόσουν(α)πληρωνόσαστε, πληρωνόσασταν
πλήρωνεπλήρωναν, πληρώναν(ε)πληρωνόταν(ε)πληρώνονταν, πληρωνόντανε, πληρωνόντουσαν
Aoristπλήρωσαπληρώσαμεπληρώθηκαπληρωθήκαμε
πλήρωσεςπληρώσατεπληρώθηκεςπληρωθήκατε
πλήρωσεπλήρωσαν, πληρώσαν(ε)πληρώθηκεπληρώθηκαν, πληρωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πληρώσει
έχω πληρωμένο
έχουμε πληρώσει
έχουμε πληρωμένο
έχω πληρωθεί
είμαι πληρωμένος, -η
έχουμε πληρωθεί
είμαστε πληρωμένοι, -ες
έχεις πληρώσει
έχεις πληρωμένο
έχετε πληρώσει
έχετε πληρωμένο
έχεις πληρωθεί
είσαι πληρωμένος, -η
έχετε πληρωθεί
είστε πληρωμένοι, -ες
έχει πληρώσει
έχει πληρωμένο
έχουν πληρώσει
έχουν πληρωμένο
έχει πληρωθεί
είναι πληρωμένος, -η, -ο
έχουν πληρωθεί
είναι πληρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πληρώσει
είχα πληρωμένο
είχαμε πληρώσει
είχαμε πληρωμένο
είχα πληρωθεί
ήμουν πληρωμένος, -η
είχαμε πληρωθεί
ήμαστε πληρωμένοι, -ες
είχες πληρώσει
είχες πληρωμένο
είχατε πληρώσει
είχατε πληρωμένο
είχες πληρωθεί
ήσουν πληρωμένος, -η
είχατε πληρωθεί
ήσαστε πληρωμένοι, -ες
είχε πληρώσει
είχε πληρωμένο
είχαν πληρώσει
είχαν πληρωμένο
είχε πληρωθεί
ήταν πληρωμένος, -η, -ο
είχαν πληρωθεί
ήταν πληρωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πληρώνωθα πληρώνουμε, θα πληρώνομεθα πληρώνομαιθα πληρωνόμαστε
θα πληρώνειςθα πληρώνετεθα πληρώνεσαιθα πληρώνεστε, θα πληρωνόσαστε
θα πληρώνειθα πληρώνουν(ε)θα πληρώνεταιθα πληρώνονται
Fut
ur
θα πληρώσωθα πληρώσουμε, θα πληρώσομεθα πληρωθώθα πληρωθούμε
θα πληρώσειςθα πληρώσετεθα πληρωθείςθα πληρωθείτε
θα πληρώσειθα πληρώσουνθα πληρωθείθα πληρωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πληρώσει
θα έχω πληρωμένο
θα έχουμε πληρώσει
θα έχουμε πληρωμένο
θα έχω πληρωθεί
θα είμαι πληρωμένος, -η
θα έχουμε πληρωθεί
θα είμαστε πληρωμένοι, -ες
θα έχεις πληρώσει
θα έχεις πληρωμένο
θα έχετε πληρώσει
θα έχετε πληρωμένο
θα έχεις πληρωθεί
θα είσαι πληρωμένος, -η
θα έχετε πληρωθεί
θα είστε πληρωμένοι, -ες
θα έχει πληρώσει
θα έχει πληρωμένο
θα έχουν πληρώσει
θα έχουν πληρωμένο
θα έχει πληρωθεί
θα είναι πληρωμένος, -η, -ο
θα έχουν πληρωθεί
θα είναι πληρωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πληρώνωνα πληρώνουμε, να πληρώνομενα πληρώνομαινα πληρωνόμαστε
να πληρώνειςνα πληρώνετενα πληρώνεσαινα πληρώνεστε, να πληρωνόσαστε
να πληρώνεινα πληρώνουν(ε)να πληρώνεταινα πληρώνονται
Aoristνα πληρώσωνα πληρώσουμε, να πληρώσομενα πληρωθώνα πληρωθούμε
να πληρώσειςνα πληρώσετενα πληρωθείςνα πληρωθείτε
να πληρώσεινα πληρώσουν(ε)να πληρωθείνα πληρωθούν(ε)
Perfνα έχω πληρώσει
να έχω πληρωμένο
να έχουμε πληρώσει
να έχουμε πληρωμένο
να έχω πληρωθεί
να είμαι πληρωμένος, -η
να έχουμε πληρωθεί
να είμαστε πληρωμένοι, -ες
να έχεις πληρώσει
να έχεις πληρωμένο
να έχετε πληρώσει
να έχετε πληρωμένο
να έχεις πληρωθεί
να είσαι πληρωμένος, -η
να έχετε πληρωθεί
να είστε πληρωμένοι, -ες
να έχει πληρώσει
να έχει πληρωμένο
να έχουν πληρώσει
να έχουν πληρωμένο
να έχει πληρωθεί
να είναι πληρωμένος, -η, -ο
να έχουν πληρωθεί
να είναι πληρωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλήρωνεπληρώνετεπληρώνεστε
Aoristπλήρωσεπληρώσετε, πληρώστεπληρώσουπληρωθείτε
Part
izip
Presπληρώνοντας
Perfέχοντας πληρώσει, έχοντας πληρωμένοπληρωμένος, -η, -οπληρωμένοι, -ες, -α
InfinAoristπληρώσειπληρωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback