beruhigen
 Verb

καλμάρω Verb
(5)
καθησυχάζω Verb
(3)
ηρεμώ Verb
(2)
γαληνεύω Verb
(0)
ησυχάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ηρεμώηρεμούμε
ηρεμείςηρεμείτε
ηρεμείηρεμούν(ε)
Imper
fekt
ηρεμούσαηρεμούσαμε
ηρεμούσεςηρεμούσατε
ηρεμούσεηρεμούσαν(ε)
Aoristηρέμησαηρεμήσαμε
ηρέμησεςηρεμήσατε
ηρέμησεηρέμησαν, ηρεμήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ηρεμήσειέχουμε ηρεμήσει
έχεις ηρεμήσειέχετε ηρεμήσει
έχει ηρεμήσειέχουν ηρεμήσει
Plu
perf
ekt
είχα ηρεμήσειείχαμε ηρεμήσει
είχες ηρεμήσειείχατε ηρεμήσει
είχε ηρεμήσειείχαν ηρεμήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ηρεμώθα ηρεμούμε
θα ηρεμείςθα ηρεμείτε
θα ηρεμείθα ηρεμούν(ε)
Fut
ur
θα ηρεμήσωθα ηρεμήσουμε
θα ηρεμήσειςθα ηρεμήσετε
θα ηρεμήσειθα ηρεμήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ηρεμήσειθα έχουμε ηρεμήσει
θα έχεις ηρεμήσειθα έχετε ηρεμήσει
θα έχει ηρεμήσειθα έχουν ηρεμήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ηρεμώνα ηρεμούμε
να ηρεμείςνα ηρεμείτε
να ηρεμείνα ηρεμούν(ε)
Aoristνα ηρεμήσωνα ηρεμήσουμε, να ηρεμήσομε
να ηρεμήσειςνα ηρεμήσετε
να ηρεμήσεινα ηρεμήσουν(ε)
Perfνα έχω ηρεμήσεινα έχουμε ηρεμήσει
να έχεις ηρεμήσεινα έχετε ηρεμήσει
να έχει ηρεμήσεινα έχουν ηρεμήσει
Imper
ativ
Presηρεμείτε
Aoristηρέμησεηρεμήστε, ηρεμήσετε
Part
izip
Presηρεμώντας
Perfέχοντας ηρεμήσει
InfinAoristηρεμήσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ησυχάζωησυχάζουμε, ησυχάζομε
ησυχάζειςησυχάζετε
ησυχάζειησυχάζουν(ε)
Imper
fekt
ησύχαζαησυχάζαμε
ησύχαζεςησυχάζατε
ησύχαζεησύχαζαν, ησυχάζαν(ε)
Aoristησύχασαησυχάσαμε
ησύχασεςησυχάσατε
ησύχασεησύχασαν, ησυχάσαν(ε)
Per
fekt
έχω ησυχάσειέχουμε ησυχάσει
έχεις ησυχάσειέχετε ησυχάσει
έχει ησυχάσειέχουν ησυχάσει
Plu
per
fekt
είχα ησυχάσειείχαμε ησυχάσει
είχες ησυχάσειείχατε ησυχάσει
είχε ησυχάσειείχαν ησυχάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ησυχάζωθα ησυχάζουμε, θα ησυχάζομε
θα ησυχάζειςθα ησυχάζετε
θα ησυχάζειθα ησυχάζουν(ε)
Fut
ur
θα ησυχάσωθα ησυχάσουμε, θα ησυχάζομε
θα ησυχάσειςθα ησυχάσετε
θα ησυχάσειθα ησυχάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ησυχάσειθα έχουμε ησυχάσει
θα έχεις ησυχάσειθα έχετε ησυχάσει
θα έχει ησυχάσειθα έχουν ησυχάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ησυχάζωνα ησυχάζουμε, να ησυχάζομε
να ησυχάζειςνα ησυχάζετε
να ησυχάζεινα ησυχάζουν(ε)
Aoristνα ησυχάσωνα ησυχάσουμε, να ησυχάσομε
να ησυχάσειςνα ησυχάσετε
να ησυχάσεινα ησυχάσουν(ε)
Perfνα έχω ησυχάσεινα έχουμε ησυχάσει
να έχεις ησυχάσεινα έχετε ησυχάσει
να έχει ησυχάσεινα έχουν ησυχάσει
Imper
ativ
Presησύχαζεησυχάζετε
Aoristησύχασεησυχάστε
Part
izip
Presησυχάζοντας
Perfέχοντας ησυχάσει
InfinAoristησυχάσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback