beraten
 Verb

συμβουλεύω Verb
(24)
συζητώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συμβουλεύωσυμβουλεύουμε, συμβουλεύομεσυμβουλεύομαισυμβουλευόμαστε
συμβουλεύειςσυμβουλεύετεσυμβουλεύεσαισυμβουλεύεστε, συμβουλευόσαστε
συμβουλεύεισυμβουλεύουν(ε)συμβουλεύεταισυμβουλεύονται
Imper
fekt
συμβούλευασυμβουλεύαμεσυμβουλευόμουν(α)συμβουλευόμαστε, συμβουλευόμασταν
συμβούλευεςσυμβουλεύατεσυμβουλευόσουν(α)συμβουλευόσαστε, συμβουλευόσασταν
συμβούλευεσυμβούλευαν, συμβουλεύαν(ε)συμβουλευόταν(ε)συμβουλεύονταν, συμβουλευόντανε, συμβουλευόντουσαν
Aoristσυμβούλεψασυμβουλέψαμεσυμβουλεύτηκασυμβουλευτήκαμε
συμβούλεψεςσυμβουλέψατεσυμβουλεύτηκεςσυμβουλευτήκατε
συμβούλεψεσυμβούλεψαν, συμβουλέψαν(ε)συμβουλεύτηκεσυμβουλεύτηκαν, συμβουλευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συμβουλέψειέχουμε συμβουλέψειέχω συμβουλευτείέχουμε συμβουλευτεί
έχεις συμβουλέψειέχετε συμβουλέψειέχεις συμβουλευτείέχετε συμβουλευτεί
έχει συμβουλέψειέχουν συμβουλέψειέχει συμβουλευτείέχουν συμβουλευτεί
Plu
per
fekt
είχα συμβουλέψειείχαμε συμβουλέψειείχα συμβουλευτείείχαμε συμβουλευτεί
είχες συμβουλέψειείχατε συμβουλέψειείχες συμβουλευτείείχατε συμβουλευτεί
είχε συμβουλέψειείχαν συμβουλέψειείχε συμβουλευτείείχαν συμβουλευτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συμβουλεύωθα συμβουλεύουμε, θα συμβουλεύομεθα συμβουλεύομαιθα συμβουλευόμαστε
θα συμβουλεύειςθα συμβουλεύετεθα συμβουλεύεσαιθα συμβουλεύεστε, θα συμβουλευόσαστε
θα συμβουλεύειθα συμβουλεύουν(ε)θα συμβουλεύεταιθα συμβουλεύονται
Fut
ur
θα συμβουλέψωθα συμβουλέψουμε, θα συμβουλέψομεθα συμβουλευτώθα συμβουλευτούμε
θα συμβουλέψειςθα συμβουλέψετεθα συμβουλευτείςθα συμβουλευτείτε
θα συμβουλέψειθα συμβουλέψουν(ε)θα συμβουλευτείθα συμβουλευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συμβουλέψειθα έχουμε συμβουλέψειθα έχω συμβουλευτείθα έχουμε συμβουλευτεί
θα έχεις συμβουλέψειθα έχετε συμβουλέψειθα έχεις συμβουλευτείθα έχετε συμβουλευτεί
θα έχει συμβουλέψειθα έχουν συμβουλέψειθα έχει συμβουλευτείθα έχουν συμβουλευτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συμβουλεύωνα συμβουλεύουμε, να συμβουλεύομενα συμβουλεύομαινα συμβουλευόμαστε
να συμβουλεύειςνα συμβουλεύετενα συμβουλεύεσαινα συμβουλεύεστε, να συμβουλευόσαστε
να συμβουλεύεινα συμβουλεύουν(ε)να συμβουλεύεταινα συμβουλεύονται
Aoristνα συμβουλέψωνα συμβουλέψουμε, να συμβουλέψομενα συμβουλευτώνα συμβουλευτούμε
να συμβουλέψειςνα συμβουλέψετενα συμβουλευτείςνα συμβουλευτείτε
να συμβουλέψεινα συμβουλέψουν(ε)να συμβουλευτείνα συμβουλευτούν(ε)
Perfνα έχω συμβουλέψεινα έχουμε συμβουλέψεινα έχω συμβουλευτείνα έχουμε συμβουλευτεί
να έχεις συμβουλέψεινα έχετε συμβουλέψεινα έχεις συμβουλευτείνα έχετε συμβουλευτεί
να έχει συμβουλέψεινα έχουν συμβουλέψεινα έχει συμβουλευτείνα έχουν συμβουλευτεί
Imper
ativ
Presσυμβούλευεσυμβουλεύετεσυμβουλεύεστε
Aoristσυμβούλεψεσυμβουλέψτε, συμβουλεύτεσυμβουλέψουσυμβουλευτείτε
Part
izip
Presσυμβουλεύοντας
Perfέχοντας συμβουλέψει
InfinAoristσυμβουλέψεισυμβουλευτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συζητάω, συζητώσυζητάμε, συζητούμεσυζητιέμαισυζητιόμαστε
συζητάςσυζητάτεσυζητιέσαισυζητιέστε, συζητιόσαστε
συζητάει, συζητάσυζητάν(ε), συζητούν(ε)συζητιέταισυζητιούνται, συζητιόνται
Imper
fekt
συζητούσα, συζήταγασυζητούσαμε, συζητάγαμεσυζητιόμουν(α)συζητιόμαστε, συζητιόμασταν
συζητούσες, συζήταγεςσυζητούσατε, συζητάγατεσυζητιόσουν(α)συζητιόσαστε, συζητιόσασταν
συζητούσε, συζήταγεσυζητούσαν(ε), συζήταγαν, συζητάγανεσυζητιόταν(ε)συζητιόνταν(ε), συζητιούνταν, συζητιόντουσαν
Aoristσυζήτησασυζητήσαμεσυζητήθηκασυζητηθήκαμε
συζήτησεςσυζητήσατεσυζητήθηκεςσυζητηθήκατε
συζήτησεσυζήτησαν, συζητήσαν(ε)συζητήθηκεσυζητήθηκαν, συζητηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συζητήσει
έχω συζητημένο
έχουμε συζητήσει
έχουμε συζητημένο
έχω συζητηθεί
είμαι συζητημένος, -η
έχουμε συζητηθεί
είμαστε συζητημένοι, -ες
έχεις συζητήσει
έχεις συζητημένο
έχετε συζητήσει
έχετε συζητημένο
έχεις συζητηθεί
είσαι συζητημένος, -η
έχετε συζητηθεί
είστε συζητημένοι, -ες
έχει συζητήσει
έχει συζητημένο
έχουν συζητήσει
έχουν συζητημένο
έχει συζητηθεί
είναι συζητημένος, -η, -ο
έχουν συζητηθεί
είναι συζητημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα συζητήσει
είχα συζητημένο
είχαμε συζητήσει
είχαμε συζητημένο
είχα συζητηθεί
ήμουν συζητημένος, -η
είχαμε συζητηθεί
ήμαστε συζητημένοι, -ες
είχες συζητήσει
είχες συζητημένο
είχατε συζητήσει
είχατε συζητημένο
είχες συζητηθεί
ήσουν συζητημένος, -η
είχατε συζητηθεί
ήσαστε συζητημένοι, -ες
είχε συζητήσει
είχε συζητημένο
είχαν συζητήσει
είχαν συζητημένο
είχε συζητηθεί
ήταν συζητημένος, -η, -ο
είχαν συζητηθεί
ήταν συζητημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συζητάω, θα συζητώθα συζητάμε, θα συζητούμεθα συζητιέμαιθα συζητιόμαστε
θα συζητάςθα συζητάτεθα συζητιέσαιθα συζητιέστε, θα συζητιόσαστε
θα συζητάει, θα συζητάθα συζητάν(ε), θα συζητούν(ε)θα συζητιέταιθα συζητιούνται, θα συζητιόνται
Fut
ur
θα συζητήσωθα συζητήσουμε, θα συζητήσομεθα συζητηθώθα συζητηθούμε
θα συζητήσειςθα συζητήσετεθα συζητηθείςθα συζητηθείτε
θα συζητήσειθα συζητήσουν(ε)θα συζητηθείθα συζητηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συζητήσει
θα έχω συζητημένο
θα έχουμε συζητήσει
θα έχουμε συζητημένο
θα έχω συζητηθεί
θα είμαι συζητημένος, -η
θα έχουμε συζητηθεί
θα είμαστε συζητημένοι, -ες
θα έχεις συζητήσει
θα έχεις συζητημένο
θα έχετε συζητήσει
θα έχετε συζητημένο
θα έχεις συζητηθεί
θα είσαι συζητημένος, -η
θα έχετε συζητηθεί
θα είστε συζητημένοι, -ες
θα έχει συζητήσει
θα έχει συζητημένο
θα έχουν συζητήσει
θα έχουν συζητημένο
θα έχει συζητηθεί
θα είναι συζητημένος, -η, -ο
θα έχουν συζητηθεί
θα είναι συζητημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συζητάω, να συζητώνα συζητάμε, να συζητούμενα συζητιέμαινα συζητιόμαστε
να συζητάςνα συζητάτενα συζητιέσαινα συζητιέστε, να συζητιόσαστε
να συζητάει, να συζητάνα συζητάν(ε), να συζητούν(ε)να συζητιέταινα συζητιούνται, να συζητιόνται
Aoristνα συζητήσωνα συζητήσουμε, να συζητήσομενα συζητηθώνα συζητηθούμε
να συζητήσειςνα συζητήσετενα συζητηθείςνα συζητηθείτε
να συζητήσεινα συζητήσουν(ε)να συζητηθείνα συζητηθούν(ε)
Perfνα έχω συζητήσει
να έχω συζητημένο
να έχουμε συζητήσει
να έχουμε συζητημένο
να έχω συζητηθεί
να είμαι συζητημένος, -η
να έχουμε συζητηθεί
να είμαστε συζητημένοι, -ες
να έχεις συζητήσει
να έχεις συζητημένο
να έχετε συζητήσει
να έχετε συζητημένο
να έχεις συζητηθεί
να είσαι συζητημένος, -η
να έχετε συζητηθεί
να είστε συζητημένοι, -η
να έχει συζητήσει
να έχει συζητημένο
να έχουν συζητήσει
να έχουν συζητημένο
να έχει συζητηθεί
να είναι συζητημένος, -η, -ο
να έχουν συζητηθεί
να είναι συζητημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυζήτα, συζήταγεσυζητάτεσυζητιέστε
Aoristσυζήτησε, συζήτασυζητήστεσυζητήσουσυζητηθείτε
Part
izip
Presσυζητώντας
Perfέχοντας συζητήσει, έχοντας συζητημένοσυζητημένος, -η, -οσυζητημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυζητήσεισυζητηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback