συμφωνώ Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Der zweite Punkt, weshalb ich mir Sorgen mache, betrifft die europäischen Strukturfonds in Kategorie 2. Ich kann, so wie die europäische Volkspartei, der Einsparung einer Milliarde bei den Zahlungsermächtigungen beistimmen. | Το δεύτερο σημείο το οποίο μου προξενεί ανησυχίες αφορά τον προϋπολογισμό των διαρθρωτικών ταμείων στην κατηγορία 2. Μαζί με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα συμφωνώ με την περικοπή 1 δισεκατομμυρίου από τις πιστώσεις αναλήψεως υποχρεώσεων. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
beistimmen |
begrüßen |
absegnen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stimme bei | ||
du | stimmst bei | |||
er, sie, es | stimmt bei | |||
Präteritum | ich | stimmte bei | ||
Konjunktiv II | ich | stimmte bei | ||
Imperativ | Singular | stimm bei! stimme bei! | ||
Plural | stimmt bei! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beigestimmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beistimmen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμφωνώ | συμφωνούμε | συμφωνούμαι | συμφωνούμαστε |
συμφωνείς | συμφωνείτε | συμφωνείσαι | συμφωνείστε | ||
συμφωνεί | συμφωνούν(ε) | συμφωνείται | συμφωνούνται | ||
Imper fekt | συμφωνούσα | συμφωνούσαμε | συμφωνούμουν | συμφωνούμαστε | |
συμφωνούσες | συμφωνούσατε | ||||
συμφωνούσε | συμφωνούσαν(ε) | συμφωνούνταν, συμφωνείτο | συμφωνούνταν, συμφωνούντο | ||
Aorist | συμφώνησα | συμφωνήσαμε | συμφωνήθηκα | συμφωνηθήκαμε | |
συμφώνησες | συμφωνήσατε | συμφωνήθηκες | συμφωνηθήκατε | ||
συμφώνησε | συμφώνησαν, συμφωνήσαν(ε) | συμφωνήθηκε | συμφωνήθηκαν, συμφωνηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμφωνώ | θα συμφωνούμε | θα συμφωνούμαι | θα συμφωνούμαστε | |
θα συμφωνείς | θα συμφωνείτε | θα συμφωνείσαι | θα συμφωνείστε | ||
θα συμφωνεί | θα συμφωνούν(ε) | θα συμφωνείται | θα συμφωνούνται | ||
Fut ur | θα συμφωνήσω | θα συμφωνήσουμε | θα συμφωνηθώ | θα συμφωνηθούμε | |
θα συμφωνήσεις | θα συμφωνήσετε | θα συμφωνηθείς | θα συμφωνηθείτε | ||
θα συμφωνήσει | θα συμφωνήσουν(ε) | θα συμφωνηθεί | θα συμφωνηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμφωνώ | να συμφωνούμε | να συμφωνούμαι | να συμφωνούμαστε |
να συμφωνείς | να συμφωνείτε | να συμφωνείσαι | να συμφωνείστε | ||
να συμφωνεί | να συμφωνούν(ε) | να συμφωνείται | να συμφωνούνται | ||
Aorist | να συμφωνήσω | να συμφωνηθώ | να συμφωνηθούμε | ||
να συμφωνήσεις | να συμφωνήσετε | να συμφωνηθείς | να συμφωνηθείτε | ||
να συμφωνήσει | να συμφωνήσουν(ε) | να συμφωνηθεί | να συμφωνηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συμφωνείτε | συμφωνείστε | ||
Aorist | συμφώνησε | συμφωνήστε, συμφωνήσετε | συμφωνήσου | συμφωνηθείτε | |
Part izip | Pres | συμφωνώντας | |||
Perf | έχοντας συμφωνήσει, | συμφωνημένος, -η, -ο | συμφωνημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συμφωνήσει | συμφωνηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.