επισυνάπτω Verb (0) |
εσωκλείω Verb (0) |
συνάπτω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Schade, dass wir keinen lebenden Klingonen beifügen können... | Κρίμα πoυ δεν μπoρoύμε να συμπεριλάβoυμε έναν Κλίνγκoν... Übersetzung nicht bestätigt |
Nein, das ist nicht... Damit erledigen sich dann alle Nachforschungen, wenn Sie nur den Totenschein beifügen. | Δεν θα υπάρξουν περαιτέρω έρευνες εφ' όσον θα στείλουμε μαζί και το πιστοποιητικό θανάτου. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich möchte dem noch etwas beifügen. Bleiben sie fair. | Η δική μου μικρή προσθήκη είναι να είστε δίκαιοι. Übersetzung nicht bestätigt |
Die meisten Spieler, an denen wir interessiert sind... verfügen über ein oder zwei dieser Fähigkeiten... denen wir eine weitere beifügen können. | Οι περισσότεροι νέοι παίκτες έχουν 1 ή 2 από αυτά τα στοιχεία... και ευχόμαστε να αναπτύξουν άλλο 1. Übersetzung nicht bestätigt |
Oh, auf jeden Fall. Alles was ich machen muss, ist, zu bezeugen das er versucht hat, diese Kinder an mich zu verkaufen und die Tatsache beifügen, dass er ihnen Spanisch beigebracht hat, und jeder Staatsanwalt, der etwas taugt, kann daraus einen Fall für Menschenhandel machen. | Το μόνο που έχω να κάνω είναι να καταθέσω ότι προσπάθησε να μου πουλήσει τα παιδιά και να προσθέσω το γεγονός πως τους μάθαινε ισπανικά, και κάθε Εισαγγελέας που αξίζει τα λεφτά του μπορεί να σχηματίσει δικογραφία για εμπόριο ανθρώπων. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | füge bei | ||
du | fügst bei | |||
er, sie, es | fügt bei | |||
Präteritum | ich | fügte bei | ||
Konjunktiv II | ich | fügte bei | ||
Imperativ | Singular | füge bei! | ||
Plural | fügt bei! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beigefügt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beifügen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συνάπτω | συνάπτουμε, συνάπτομε | συνάπτομαι | συναπτόμαστε |
συνάπτεις | συνάπτετε | συνάπτεσαι | συνάπτεστε, συναπτόσαστε | ||
συνάπτει | συνάπτουν(ε) | συνάπτεται | συνάπτονται | ||
Imper fekt | σύναπτα, συνήπτα | συνάπταμε | συναπτόμουν(α) | συναπτόμαστε, συναπτόμασταν | |
σύναπτες, συνήπτες | συνάπτατε | συναπτόσουν(α) | συναπτόσαστε | ||
σύναπτε, συνήπτε | σύναπταν, συνάπταν(ε), συνήπταν | συναπτόταν(ε) | συνάπτονταν | ||
Aorist | σύναψα, συνήψα | συνάψαμε | συνάφθηκα, συνήφθην | συναφθήκαμε, συνήφθημεν | |
σύναψες, συνήψες | συνάψατε | συνάφθηκες, συνήφθης | συναφθήκατε, συνήφθητε | ||
σύναψε, συνήψε | σύναψαν, συνάψαν(ε), συνήψαν | συνάφθηκε, συνήφθη | συνάφθηκαν, συναφθήκαν(ε), συνήφθησαν | ||
Per fekt | έχω συνάψει | έχουμε συνάψει | έχω συναφθεί | έχουμε συναφθεί | |
έχεις συνάψει | έχετε συνάψει | έχεις συναφθεί | έχετε συναφθεί | ||
έχει συνάψει | έχουν συνάψει | έχει συναφθεί | έχουν συναφθεί | ||
Plu per fekt | είχα συνάψει | είχαμε συνάψει | είχα συναφθεί | είχαμε συναφθεί | |
είχες συνάψει | είχατε συνάψει | είχες συναφθεί | είχατε συναφθεί | ||
είχε συνάψει | είχαν συνάψει | είχε συναφθεί | είχαν συναφθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συνάπτω | θα συνάπτουμε, | θα συνάπτομαι | θα συναπτόμαστε | |
θα συνάπτεις | θα συνάπτετε | θα συνάπτεσαι | θα συνάπτεστε, | ||
θα συνάπτει | θα συνάπτουν(ε) | θα συνάπτεται | θα συνάπτονται | ||
Fut ur | θα συνάψω | θα συνάψουμε, | θα συναφθώ, | θα συναφθούμε, | |
θα συνάψεις | θα συνάψετε | θα συναφθείς, | θα συναφθείτε, | ||
θα συνάψει | θα συνάψουν(ε) | θα συναφθεί, | θα συναφθούν(ε), | ||
Fut ur II | θα έχω συνάψει | θα έχουμε συνάψει | θα έχω συναφθεί | θα έχουμε συναφθεί | |
θα έχεις συνάψει | θα έχετε συνάψει | θα έχεις συναφθεί | θα έχετε συναφθεί | ||
θα έχει συνάψει | θα έχουν συνάψει | θα έχει συναφθεί | θα έχουν συναφθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συνάπτω | να συνάπτουμε, | να συνάπτομαι | να συναπτόμαστε |
να συνάπτεις | να συνάπτετε | να συνάπτεσαι | να συνάπτεστε, | ||
να συνάπτει | να συνάπτουν(ε) | να συνάπτεται | να συνάπτονται | ||
Aorist | να συνάψω | να συνάψουμε, | να συναφθώ, | να συναφθούμε, | |
να συνάψεις | να συνάψετε | να συναφθείς, | να συναφθείτε, | ||
να συνάψει | να συνάψουν(ε) | να συναφθεί, | να συναφθούν(ε), | ||
Perf | να έχω συνάψει | να έχουμε συνάψει | να έχω συναφθεί | να έχουμε συναφθεί | |
να έχεις συνάψει | να έχετε συνάψει | να έχεις συναφθεί | να έχετε συναφθεί | ||
να έχει συνάψει | να έχουν συνάψει | να έχει συναφθεί | να έχουν συναφθεί | ||
Imper ativ | Pres | σύναπτε | συνάπτετε | συνάπτεστε | |
Aorist | σύναψε | συνάψτε, συνάψετε | συνάψου | συναφθείτε | |
Part izip | Pres | συνάπτοντας | συναπτόμενος | ||
Perf | έχοντας συνάψει | συνημμένος, -η, -ο | συνημμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συνάψει | συναφθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.