bedecken
 Verb

καπακώνω Verb
(0)
καλύπτω Verb
(0)
σκεπάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Seide soll deine weiche Haut bedecken!Μόνο μετάξι μπορεί να αγγίζει το απαλό σου δέρμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Hier kleiden wir uns, um uns zu bedecken, um uns zu wärmen.Εδώ ντυνόμαστε για να καλύψουμε το σώμα. Να ζεσταινόμαστε.

Übersetzung nicht bestätigt

Damals hatte die schwarze Schlacke, der Abraum der Kohlengruben, gerade erst begonnen, den Hügel zu bedecken.Εκεινες τις μερες, η μαυρη σκουρια, τ' αποβλητα των ανθρακωρυχειων... Δεν καλυπταν ακομα την πλαγια μας...

Übersetzung nicht bestätigt

Ihre Werbeplakate wèrden den Kontinent bedecken, wenn man sie aneinander reihen wèrde.Οι αφισες με το πρόσωπο της θα μπορούσαν να κάνουν το γύρο της ηπείρου... Αν τις έβαζαν τη μια δίπλα στην άλλη.

Übersetzung nicht bestätigt

Männer der Völker, eine schwarze Wolke zieht vom Osten heran... um uns alle zu bedecken.Άνδρες των φυλών, ένα μαύρο σύννεφο έρχεται απ'την ανατολή να μας σκεπάσει όλους.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καλύπτωκαλύπτουμε, καλύπτομεκαλύπτομαικαλυπτόμαστε
καλύπτειςκαλύπτετεκαλύπτεσαικαλύπτεστε, καλυπτόσαστε
καλύπτεικαλύπτουν(ε)καλύπτεταικαλύπτονται
Imper
fekt
κάλυπτακαλύπταμεκαλυπτόμουν(α)καλυπτόμαστε, καλυπτόμασταν
κάλυπτεςκαλύπτατεκαλυπτόσουν(α)καλυπτόσαστε
κάλυπτεκάλυπταν, καλύπταν(ε)καλυπτόταν(ε)καλύπτονταν
Aoristκάλυψακαλύψαμεκαλύφθηκα, καλύφτηκακαλυφθήκαμε, καλυφτήκαμε
κάλυψεςκαλύψατεκαλύφθηκες, καλύφτηκεςκαλυφθήκατε, καλυφτήκατε
κάλυψεκάλυψαν, καλύψαν(ε)καλύφθηκε, καλύφτηκεκαλύφθηκαν, καλυφθήκαν(ε), καλύφτηκαν, καλυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καλύψει
έχω καλυμμένο
έχουμε καλύψει
έχουμε καλυμμένο
έχω καλυφθεί
έχω καλυφτεί
είμαι καλυμμένος, -η
έχουμε καλυφθεί
έχουμε καλυφτεί
είμαστε καλυμμένοι, -ες
έχεις καλύψει
έχεις καλυμμένο
έχετε καλύψει
έχετε καλυμμένο
έχεις καλυφθεί
έχεις καλυφτεί
είσαι καλυμμένος, -η
έχετε καλυφθεί
έχετε καλυφτεί
είστε καλυμμένοι, -ες
έχει καλύψει
έχει καλυμμένο
έχουν καλύψει
έχουν καλυμμένο
έχει καλυφθεί
έχει καλυφτεί
είναι καλυμμένος, -η, -ο
έχουν καλυφθεί
έχουν καλυφτεί
είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καλύψει
είχα καλυμμένο
είχαμε καλύψει
είχαμε καλυμμένο
είχα καλυφθεί
είχα καλυφτεί
ήμουν καλυμμένος, -η
είχαμε καλυφθεί
είχαμε καλυφτεί
ήμαστε καλυμμένοι, -ες
είχες καλύψει
είχες καλυμμένο
είχατε καλύψει
είχατε καλυμμένο
είχες καλυφθεί
είχες καλυφτεί
ήσουν καλυμμένος, -η
είχατε καλυφθεί
είχατε καλυφτεί
ήσαστε καλυμμένοι, -ες
είχε καλύψει
είχε καλυμμένο
είχαν καλύψει
είχαν καλυμμένο
είχε καλυφθεί
είχε καλυφτεί
ήταν καλυμμένος, -η, -ο
είχαν καλυφθεί
είχαν καλυφτεί
ήταν καλυμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καλύπτωθα καλύπτουμε, θα καλύπτομεθα καλύπτομαιθα καλυπτόμαστε
θα καλύπτειςθα καλύπτετεθα καλύπτεσαιθα καλύπτεστε, θα καλυπτόσαστε
θα καλύπτειθα καλύπτουν(ε)θα καλύπτεταιθα καλύπτονται
Fut
ur
θα καλύψωθα καλύψουμε, θα καλύψομεθα καλυφθώ, θα καλυφτώθα καλυφθούμε, θα καλυφτούμε
θα καλύψειςθα καλύψετεθα καλυφθείς, θα καλυφτείςθα καλυφθείτε, θα καλυφτείτε
θα καλύψειθα καλύψουν(ε)θα καλυφθεί, θα καλυφτείθα καλυφθούν(ε), θα καλυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καλύψει
θα έχω καλυμμένο
θα έχουμε καλύψει
θα έχουμε καλυμμένο
θα έχω καλυφθεί
θα έχω καλυφτεί
θα είμαι καλυμμένος, -η
θα έχουμε καλυφθεί
θα έχουμε καλυφτεί
θα είμαστε καλυμμένοι, -ες
θα έχεις καλύψει
θα έχεις καλυμμένο
θα έχετε καλύψει
θα έχετε καλυμμένο
θα έχεις καλυφθεί
θα έχεις καλυφτεί
θα είσαι καλυμμένος, -η
θα έχετε καλυφθεί
θα έχετε καλυφτεί
θα είστε καλυμμένοι, -ες
θα έχει καλύψει
θα έχει καλυμμένο
θα έχουν καλύψει
θα έχουν καλυμμένο
θα έχει καλυφθεί
θα έχει καλυφτεί
θα είναι καλυμμένος, -η, -ο
θα έχουν καλυφθεί
θα έχουν καλυφτεί
θα είναι καλυμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καλύπτωνα καλύπτουμε, να καλύπτομενα καλύπτομαινα καλυπτόμαστε
να καλύπτειςνα καλύπτετενα καλύπτεσαινα καλύπτεστε, να καλυπτόσαστε
να καλύπτεινα καλύπτουν(ε)να καλύπτεταινα καλύπτονται
Aoristνα καλύψωνα καλύψουμε, να καλύψομενα καλυφθώ, να καλυφτώνα καλυφθούμε, να καλυφτούμε
να καλύψειςνα καλύψετενα καλυφθείς, να καλυφτείςνα καλυφθείτε, να καλυφτείτε
να καλύψεινα καλύψουν(ε)να καλυφθεί, να καλυφτείνα καλυφθούν(ε), να καλυφτούν(ε)
Perf να έχω καλύψει
να έχω καλυμμένο
να έχουμε καλύψει
να έχουμε καλυμμένο
να έχω καλυφθεί
να έχω καλυφτεί
να είμαι καλυμμένος, -η
να έχουμε καλυφθεί
να έχουμε καλυφτεί
να είμαστε καλυμμένοι, -ες
να έχεις καλύψει
να έχεις καλυμμένο
να έχετε καλύψει
να έχετε καλυμμένο
να έχεις καλυφθεί
να έχεις καλυφτεί
να είσαι καλυμμένος, -η
να έχετε καλυφθεί
να έχετε καλυφτεί
να είστε καλυμμένοι, -ες
να έχει καλύψει
να έχει καλυμμένο
να έχουν καλύψει
να έχουν καλυμμένο
να έχει καλυφθεί
να έχει καλυφτεί
να είναι καλυμμένος, -η, -ο
να έχουν καλυφθεί
να έχουν καλυφτεί
να είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκάλυπτεκαλύπτετεκαλύπτεστε
Aoristκαλύψεκαλύψετε, καλύψτεκαλύψουκαλυφθείτε, καλυφτείτε
Part
izip
Presκαλύπτονταςκαλυπτόμενος
Perfέχοντας καλύψει, έχοντας καλυμμένοκαλυμμένος, -η, -οκαλυμμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαλύψεικαλυφθεί, καλυπτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκεπάζωσκεπάζουμε, σκεπάζομεσκεπάζομαισκεπαζόμαστε
σκεπάζειςσκεπάζετεσκεπάζεσαισκεπάζεστε, σκεπαζόσαστε
σκεπάζεισκεπάζουν(ε)σκεπάζεταισκεπάζονται
Imper
fekt
σκέπαζασκεπάζαμεσκεπαζόμουν(α)σκεπαζόμαστε, σκεπαζόμασταν
σκέπαζεςσκεπάζατεσκεπαζόσουν(α)σκεπαζόσαστε, σκεπαζόσασταν
σκέπαζεσκέπαζαν, σκεπάζαν(ε)σκεπαζόταν(ε)σκεπάζονταν, σκεπαζόντανε, σκεπαζόντουσαν
Aoristσκέπασασκεπάσαμεσκεπάστηκασκεπαστήκαμε
σκέπασεςσκεπάσατεσκεπάστηκεςσκεπαστήκατε
σκέπασεσκέπασαν, σκεπάσαν(ε)σκεπάστηκεσκεπάστηκαν, σκεπαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκεπάσει
έχω σκεπασμένο
έχουμε σκεπάσει
έχουμε σκεπασμένο
έχω σκεπαστεί
είμαι σκεπασμένος, -η
έχουμε σκεπαστεί
είμαστε σκεπασμένοι, -ες
έχεις σκεπάσει
έχεις σκεπασμένο
έχετε σκεπάσει
έχετε σκεπασμένο
έχεις σκεπαστεί
είσαι σκεπασμένος, -η
έχετε σκεπαστεί
είστε σκεπασμένοι, -ες
έχει σκεπάσει
έχει σκεπασμένο
έχουν σκεπάσει
έχουν σκεπασμένο
έχει σκεπαστεί
είναι σκεπασμένος, -η, -ο
έχουν σκεπαστεί
είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκεπάσει
είχα σκεπασμένο
είχαμε σκεπάσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα σκεπαστεί
ήμουν σκεπασμένος, -η
είχαμε σκεπαστεί
ήμαστε σκεπασμένοι, -ες
είχες σκεπάσει
είχες σκεπασμένο
είχατε σκεπάσει
είχατε σκεπασμένο
είχες σκεπαστεί
ήσουν σκεπασμένος, -η
είχατε σκεπαστεί
ήσαστε σκεπασμένοι, -ες
είχε σκεπάσει
είχε σκεπασμένο
είχαν σκεπάσει
είχαν σκεπασμένο
είχε σκεπαστεί
ήταν σκεπασμένος, -η, -ο
είχαν σκεπαστεί
ήταν σκεπασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκεπάζωθα σκεπάζουμε, θα σκεπάζομεθα σκεπάζομαιθα σκεπαζόμαστε
θα σκεπάζειςθα σκεπάζετεθα σκεπάζεσαιθα σκεπάζεστε, θα σκεπαζόσαστε
θα σκεπάζειθα σκεπάζουν(ε)θα σκεπάζεταιθα σκεπάζονται
Fut
ur
θα σκεπάσωθα σκεπάσουμε, θα σκεπάζομεθα σκεπαστώθα σκεπαστούμε
θα σκεπάσειςθα σκεπάσετεθα σκεπαστείςθα σκεπαστείτε
θα σκεπάσειθα σκεπάσουν(ε)θα σκεπαστείθα σκεπαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκεπάσει
θα έχω σκεπασμένο
θα έχουμε σκεπάσει
θα έχουμε σκεπασμένο
θα έχω σκεπαστεί
θα είμαι σκεπασμένος, -η
θα έχουμε σκεπαστεί
θα είμαστε σκεπασμένοι, -ες
θα έχεις σκεπάσει
θα έχεις σκεπασμένο
θα έχετε σκεπάσει
θα έχετε σκεπασμένο
θα έχεις σκεπαστεί
θα είσαι σκεπασμένος, -η
θα έχετε σκεπαστεί
θα είστε σκεπασμένοι, -ες
θα έχει σκεπάσει
θα έχει σκεπασμένο
θα έχουν σκεπάσει
θα έχουν σκεπασμένο
θα έχει σκεπαστεί
θα είναι σκεπασμένος, -η, -ο
θα έχουν σκεπαστεί
θα είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκεπάζωνα σκεπάζουμε, να σκεπάζομενα σκεπάζομαινα σκεπαζόμαστε
να σκεπάζειςνα σκεπάζετενα σκεπάζεσαινα σκεπάζεστε, να σκεπαζόσαστε
να σκεπάζεινα σκεπάζουν(ε)να σκεπάζεταινα σκεπάζονται
Aoristνα σκεπάσωνα σκεπάσουμε, να σκεπάσομενα σκεπαστώνα σκεπαστούμε
να σκεπάσειςνα σκεπάσετενα σκεπαστείςνα σκεπαστείτε
να σκεπάσεινα σκεπάσουν(ε)να σκεπαστείνα σκεπαστούν(ε)
Perfνα έχω σκεπάσει
να έχω σκεπασμένο
να έχουμε σκεπάσει
να έχουμε σκεπασμένο
να έχω σκεπαστεί
να είμαι σκεπασμένος, -η
να έχουμε σκεπαστεί
να είμαστε σκεπασμένοι, -ες
να έχεις σκεπάσει
να έχεις σκεπασμένο
να έχετε σκεπάσει
να έχετε σκεπασμένο
να έχεις σκεπαστεί
να είσαι σκεπασμένος, -η
να έχετε σκεπαστεί
να είστε σκεπασμένοι, -ες
να έχει σκεπάσει
να έχει σκεπασμένο
να έχουν σκεπάσει
να έχουν σκεπασμένο
να έχει σκεπαστεί
να είναι σκεπασμένος, -η, -ο
να έχουν σκεπαστεί
να είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκέπαζεσκεπάζετεσκεπάζεστε
Aoristσκέπασεσκεπάστεσκεπάσουσκεπαστείτε
Part
izip
Presσκεπάζονταςσκεπαζόμενος
Perfέχοντας σκεπάσει, έχοντας σκεπασμένοσκεπασμένος, -η, -οσκεπασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκεπάσεισκεπαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback