bangen
 Verb

αγωνιώ Verb
(0)
ανησυχώ Verb
(0)
φοβάμαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Auch in Zukunft werden die Frauen von Gloucester bangen und warten und ihre Gebete und ihren Glauben zu den Männern hinter dem Horizont schicken.Στα επόμενα χρόνια... οι γυναίκες στο Γκλόστερ θα βλέπουν και θα περιμένουν... και θα στέλνουν τις προσευχές τους και την πίστη τους στον ορίζοντα.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst jetzt nur um deine unsterbliche Seele bangen.Πρέπει να φοβάσαι μόνο για την αθάνατη ψυχή σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Das macht mich bangen.Δεν είναι;

Übersetzung nicht bestätigt

Der eine, Richard, Graf von Cambridge, der zweite, Heinrich, Lord Scroop von Masham, und der dritte, Sir Thomas Grey, Ritter von Northumberland, haben sich für Geld verkauft. Oh, was für Schurken! Eidlich verschworen mit dem bangen Frankreich sind sie.Ο Ριχάρδος του Κέιμπριτζ, ο Ερρίκος του Νάσαμ... και ο Τόμας Γκρέι, ιππότης του Nοθάμπερλαντ... συνωμότησαν με Γαλλικό χρυσάφι πληρωμένοι... με τα χέρια τους να σκοτώσουν το θάμα των Βασιλέων.

Übersetzung nicht bestätigt

Dort wo die Gewerkschaft entstand, bangen jetzt 3000 um ihre Zukunft.Εδώ ήταν που γεννήθηκε το Συνδικάτο Εργατών Αμερικής.(UAW) Απόψε 3,000 άνθρωποι προσπαθούν να βρουν τι να κάνουν στη ζωή τους.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανησυχώανησυχούμε
ανησυχείςανησυχείτε
ανησυχείανησυχούν(ε)
Imper
fekt
ανησυχούσαανησυχούσαμε
ανησυχούσεςανησυχούσατε
ανησυχούσεανησυχούσαν(ε)
Aoristανησύχησαανησυχήσαμε
ανησύχησεςανησυχήσατε
ανησύχησεανησύχησαν, ανησυχήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ανησυχήσειέχουμε ανησυχήσει
έχεις ανησυχήσειέχετε ανησυχήσει
έχει ανησυχήσειέχουν ανησυχήσει
Plu
perf
ekt
είχα ανησυχήσειείχαμε ανησυχήσει
είχες ανησυχήσειείχατε ανησυχήσει
είχε ανησυχήσειείχαν ανησυχήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανησυχώθα ανησυχούμε
θα ανησυχείςθα ανησυχείτε
θα ανησυχείθα ανησυχούν(ε)
Fut
ur
θα ανησυχήσωθα ανησυχήσουμε
θα ανησυχήσειςθα ανησυχήσετε
θα ανησυχήσειθα ανησυχήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανησυχήσειθα έχουμε ανησυχήσει
θα έχεις ανησυχήσειθα έχετε ανησυχήσει
θα έχει ανησυχήσειθα έχουν ανησυχήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανησυχώνα ανησυχούμε
να ανησυχείςνα ανησυχείτε
να ανησυχείνα ανησυχούν(ε)
Aoristνα ανησυχήσωνα ανησυχήσουμε, να ανησυχήσομε
να ανησυχήσειςνα ανησυχήσετε
να ανησυχήσεινα ανησυχήσουν(ε)
Perfνα έχω ανησυχήσεινα έχουμε ανησυχήσει
να έχεις ανησυχήσεινα έχετε ανησυχήσει
να έχει ανησυχήσεινα έχουν ανησυχήσει
Imper
ativ
Presανησυχείτε
Aoristανησύχησεανησυχήστε, ανησυχήσετε
Part
izip
Presανησυχώντας
Perfέχοντας ανησυχήσει
InfinAoristανησυχήσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φοβάμαι, φοβούμαιφοβόμαστε, φοβούμαστε
φοβάσαιφοβάστε, φοβόσαστε
φοβάταιφοβούνται, φοβόνται
Imper
fekt
φοβόμουν(α)φοβόμαστε, φοβούμαστε, φοβόμασταν
φοβόσουν(α)φοβόσαστε, φοβόσασταν
φοβόταν(ε)φοβόνταν(ε), φοβούνταν, φοβόντουσαν
Aoristφοβήθηκαφοβηθήκαμε
φοβήθηκεςφοβηθήκατε
φοβήθηκεφοβήθηκαν, φοβηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φοβηθεί
είμαι φοβισμένος, -η
έχουμε φοβηθεί
είμαστε φοβισμένοι, -ες
έχεις φοβηθεί
είσαι φοβισμένος, -η
έχετε φοβηθεί
είστε φοβισμένοι, -ες
έχει φοβηθεί
είναι φοβισμένος, -η, -ο
έχουν φοβηθεί
είναι φοβισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φοβηθεί
ήμουν φοβισμένος, -η
είχαμε φοβηθεί
ήμαστε φοβισμένοι, -ες
είχες φοβηθεί
ήσουν φοβισμένος, -η
είχατε φοβηθεί
ήσαστε φοβισμένοι, -ες
είχε φοβηθεί
ήταν φοβισμένος, -η, -ο
είχατε φοβηθεί
ήταν φοβισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φοβάμαι, θα φοβούμαιθα φοβόμαστε, θα φοβούμαστε
θα φοβάσαιθα φοβάστε, θα φοβόσαστε
θα φοβάταιθα φοβούνται, θα φοβόνται
Fut
ur
θα φοβηθώθα φοβηθούμε
θα φοβηθείςθα φοβηθείτε
θα φοβηθείθα φοβηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φοβηθεί
θα είμαι φοβισμένος, -η
θα έχουμε φοβηθεί
θα είμαστε φοβισμένοι, -ες
θα έχεις φοβηθεί
θα είσαι φοβισμένος, -η
θα έχετε φαντάστει
θα είστε φοβισμένοι, -ες
θα έχει φοβηθεί
θα είναι φοβισμένος, -η, -ο
θα έχουν φοβηθεί
θα είναι φοβισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φοβάμαι, να φοβούμαινα φοβόμαστε, να φοβούμαστε
να φοβάσαινα φοβάστε, να φοβόσαστε
να φοβάταινα φοβούνται, να φοβόνται
Aoristνα φοβηθώνα φοβηθούμε
να φοβηθείςνα φοβηθείτε
να φοβηθείνα φοβηθούν(ε)
Perfνα έχω φοβηθεί
να είμαι φοβισμένος, -η
να έχουμε φοβηθεί
να είμαστε φοβισμένοι, -ες
να έχεις φοβηθεί
να είσαι φοβισμένος, -η
να έχετε φοβηθεί
να είστε φοβισμένοι, -ες
να έχει φοβηθεί
να είναι φοβισμένος, -η, -ο
να έχουν φοβηθεί
να είναι φοβισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφοβάστε
Aoristφοβήσουφοβηθείτε
Part
izip
Presφοβούμενος
Perfφοβισμένος, -η, -οφοβισμένοι, -ες, -α
InfinAoristφοβηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback