φοβάμαι altgriechisch φοβέομαι / φοβοῦμαι, Passiv von φοβέω φόβος φέβομαι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Πολύ φοβάμαι ότι για μια ακόμη φορά οι χριστιανοί, πληρώνοντας με το αίμα τους, παίζουν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου σε κρίσιμες καταστάσεις που υπερβαίνουν τις δυνατότητές τους. | Es ist zu befürchten, daß die dortigen Christen wieder einmal Blutzoll entrichten und als Sündenbock in Krisen herhalten müssen, die nicht unmittelbar mit ihnen zusammenhängen. Übersetzung bestätigt |
Κύριε Πρόεδρε, η τεράστια αύξηση της τιμής του πετρελαίου οφείλεται σε κάποια αίτια, τα οποία όμως φοβάμαι ότι η Ευρώπη δεν λαμβάνει υπόψη της, δεδομένου ότι φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για αυτά. | Herr Präsident, die übermäßige Ölpreiserhöhung hat ihre Gründe, aber es steht zu befürchten, dass Europa sie unberücksichtigt lässt, da es selbst ein bedeutendes Maß Verantwortung dafür trägt. Übersetzung bestätigt |
Οι δεκάδες θάνατοι των τελευταίων ημερών με κάνουν να φοβάμαι το χειρότερο. | Die Dutzende von Toten der letzten Tage lassen das Schlimmste befürchten. Übersetzung bestätigt |
Εάν οι δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες δεν μπορέσουν να συμβαδίσουν με τα εμπορικά κανάλια όσον αφορά την τεχνολογική ποιότητα, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα χάσουν τους θεατές που είχαν έως τώρα, και τα προγράμματα σχετικά με τον πολιτισμό και τη δημόσια ζωή, καθώς και άλλα ποιοτικά προγράμματα, δεν θα προσεγγίσουν τις νεότερες γενιές. " τελική απόδοση αμβλύνει υπερβολικά τους κανόνες σχετικά με τις διαφημίσεις. | Wenn die öffentlich-rechtlichen Rundfunkanstalten im Hinblick auf die technische Qualität mit den kommerziellen Sendern nicht Schritt halten können, ist zu befürchten, dass sie die Zuschauer verlieren, die sie bisher hatten, und dass ihre Kulturprogramme, ihre Sendungen zum öffentlichen Leben und sonstige Qualitätsprogramme die jüngeren Generationen nicht erreichen. In der endgültigen Fassung sind die Bestimmungen zur Werbung völlig aufgeweicht. Übersetzung bestätigt |
Όταν κοιτάζω γύρω τη γεμάτη αίθουσα, φοβάμαι ότι πάρα πολλοί από τους βουλευτές στερούνται εξίσου προσόντων, και κοιτάζοντας το επίπεδο της συζήτησης φαίνεται ότι καταλήγουμε εκεί. | Wenn ich mich in dem voll besetzten Saal hier umsehe, muss ich befürchten, dass sehr viele Abgeordnete meine Unterqualifizierung teilen, wenn ich mir so das Niveau ansehe, mit dem diese Aussprache so geführt wird. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | φοβάμαι, φοβούμαι | φοβόμαστε, φοβούμαστε |
φοβάσαι | φοβάστε, φοβόσαστε | ||
φοβάται | φοβούνται, φοβόνται | ||
Imper fekt | φοβόμουν(α) | φοβόμαστε, φοβούμαστε, φοβόμασταν | |
φοβόσουν(α) | φοβόσαστε, φοβόσασταν | ||
φοβόταν(ε) | φοβόνταν(ε), φοβούνταν, φοβόντουσαν | ||
Aorist | φοβήθηκα | φοβηθήκαμε | |
φοβήθηκες | φοβηθήκατε | ||
φοβήθηκε | φοβήθηκαν, φοβηθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω φοβηθεί είμαι φοβισμένος, -η | έχουμε φοβηθεί είμαστε φοβισμένοι, -ες | |
έχεις φοβηθεί είσαι φοβισμένος, -η | έχετε φοβηθεί είστε φοβισμένοι, -ες | ||
έχει φοβηθεί είναι φοβισμένος, -η, -ο | έχουν φοβηθεί είναι φοβισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα φοβηθεί ήμουν φοβισμένος, -η | είχαμε φοβηθεί ήμαστε φοβισμένοι, -ες | |
είχες φοβηθεί ήσουν φοβισμένος, -η | είχατε φοβηθεί ήσαστε φοβισμένοι, -ες | ||
είχε φοβηθεί ήταν φοβισμένος, -η, -ο | είχατε φοβηθεί ήταν φοβισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα φοβάμαι, | θα φοβόμαστε, | |
θα φοβάσαι | θα φοβάστε, | ||
θα φοβάται | θα φοβούνται, | ||
Fut ur | θα φοβηθώ | θα φοβηθούμε | |
θα φοβηθείς | θα φοβηθείτε | ||
θα φοβηθεί | θα φοβηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω φοβηθεί θα είμαι φοβισμένος, -η | θα έχουμε φοβηθεί | |
θα έχεις φοβηθεί θα είσαι φοβισμένος, -η | θα έχετε φαντάστει | ||
θα έχει φοβηθεί | θα έχουν φοβηθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να φοβάμαι, | να φοβόμαστε, |
να φοβάσαι | να φοβάστε, | ||
να φοβάται | να φοβούνται, | ||
Aorist | να φοβηθώ | να φοβηθούμε | |
να φοβηθείς | να φοβηθείτε | ||
να φοβηθεί | να φοβηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω φοβηθεί | να έχουμε φοβηθεί | |
να έχεις φοβηθεί να είσαι φοβισμένος, -η | να έχετε φοβηθεί | ||
να έχει φοβηθεί | να έχουν φοβηθεί | ||
Imper ativ | Pres | φοβάστε | |
Aorist | φοβήσου | φοβηθείτε | |
Part izip | Pres | φοβούμενος | |
Perf | φοβισμένος, -η, -ο | φοβισμένοι, -ες, -α | |
Infin | Aorist | φοβηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | befürchte | ||
du | befürchtest | |||
er, sie, es | befürchtet | |||
Präteritum | ich | befürchtete | ||
Konjunktiv II | ich | befürchtete | ||
Imperativ | Singular | befürchte! | ||
Plural | befürchtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
befürchtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:befürchten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bange | ||
du | bangst | |||
er, sie, es | bangt | |||
Präteritum | ich | bangte | ||
Konjunktiv II | ich | bangte | ||
Imperativ | Singular | bange! | ||
Plural | bangt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gebangt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bangen |
φοβάμαι [fováme] & φοβούμαι [fovúme] μππ. φοβισμένος* : 1. αισθάνομαι φόβο απέναντι σε κπ. ή σε κτ., διακατέχομαι από φόβο μήπως μου συμβεί κτ. κακό, ανεπιθύμητο: φοβάμαι το θάνατο / (σ)το σκοτάδι / το αεροπλάνο / τους κεραυνούς / τα γερατειά. φοβάμαι για τη ζωή μου / για την υγεία μου. Δε φοβάται κανέναν / τίποτα. Nομίζεις ότι θα σε φοβηθώ; φοβάμαι να πάω / φύγω μόνος μου. Tον φοβάμαι αυτό τον άνθρωπο, είναι επικίνδυνος. Δε φοβά σαι μήπως / μην πάθεις τίποτα / μήπως / μην αρρωστήσεις; Tον είδα πολύ φοβισμένο κι ανήσυχο. || φοβάμαι (το) Θεό, τον σέβομαι. (έκφρ.) τον φοβήθηκε το μάτι* μου. φοβάται (και) τον ίσκιο* του / τη σκιά του. ΦΡ ποιος είδε το Θεό* και δε φοβήθηκε! φοβάμαι κπ. ή κτ. όπως ο διάβολος το λιβάνι*. ΠAΡ ΦΡ τα σιγανά* ποταμάκια να φοβάσαι. ΠAΡ Φοβάται ο Γιάννης* το θεριό και το θεριό το Γιάννη. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.