Deutsch | Griechisch |
---|---|
Sie sollten die Machbarkeit prüfen, nicht einen Witz ausschmücken. | Σου ζητήθηκε να κάνεις μελέτη, όχι να διασκεδάσεις ένα αστείο! Übersetzung nicht bestätigt |
Ja, ich wollte es auf nette Weise etwas ausschmücken. | Τότε μάθε ότι είμαι κι εγώ ντίβα! Τι συμβαίνει; Übersetzung nicht bestätigt |
Ja. Und nichts ausschmücken. | Μη βάλεις σάλτσες. Übersetzung nicht bestätigt |
Bei Paris muss man nichts ausschmücken. | Η συμπεριφορά της τα λέει όλα. Übersetzung nicht bestätigt |
Falsche Karten, ausschmücken, keine exakte Wissenschaft. | Λέω δικά μου. Δεν είναι επιστημονικό! Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
verzieren |
aufbrezeln |
zieren |
aufputzen |
verschönern |
dekorieren |
schmücken |
ausschmücken |
schönmachen |
garnieren |
drapieren |
optisch aufwerten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schmücke aus | ||
du | schmückst aus | |||
er, sie, es | schmückt aus | |||
Präteritum | ich | schmückte aus | ||
Konjunktiv II | ich | schmückte aus | ||
Imperativ | Singular | schmück aus! schmücke aus! | ||
Plural | schmückt aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgeschmückt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausschmücken |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | στολίζω | στολίζουμε, στολίζομε | στολίζομαι | στολιζόμαστε |
στολίζεις | στολίζετε | στολίζεσαι | στολίζεστε, στολιζόσαστε | ||
στολίζει | στολίζουν(ε) | στολίζεται | στολίζονται | ||
Imper fekt | στόλιζα | στολίζαμε | στολιζόμουν(α) | στολιζόμαστε, στολιζόμασταν | |
στόλιζες | στολίζατε | στολιζόσουν(α) | στολιζόσαστε, στολιζόσασταν | ||
στόλιζε | στόλιζαν, στολίζαν(ε) | στολιζόταν(ε) | στολίζονταν, στολιζόντανε, στολιζόντουσαν | ||
Aorist | στόλισα | στολίσαμε | στολίστηκα | στολιστήκαμε | |
στόλισες | στολίσατε | στολίστηκες | στολιστήκατε | ||
στόλισε | στόλισαν, στολίσαν(ε) | στολίστηκε | στολίστηκαν, στολιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω στολίσει έχω στολισμένο | έχουμε στολίσει έχουμε στολισμένο | έχω στολιστεί είμαι στολισμένος, -η | έχουμε στολιστεί είμαστε στολισμένοι, -ες | |
έχεις στολίσει έχεις στολισμένο | έχετε στολίσει έχετε στολισμένο | έχεις στολιστεί είσαι στολισμένος, -η | έχετε στολιστεί είστε στολισμένοι, -ες | ||
έχει στολίσει έχει στολισμένο | έχουν στολίσει έχουν στολισμένο | έχει στολιστεί είναι στολισμένος, -η, -ο | έχουν στολιστεί είναι στολισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα στολίσει είχα στολισμένο | είχαμε στολίσει είχαμε στολισμένο | είχα στολιστεί ήμουν στολισμένος, -η | είχαμε στολιστεί ήμαστε στολισμένοι, -ες | |
είχες στολίσει είχες στολισμένο | είχατε στολίσει είχατε στολισμένο | είχες στολιστεί ήσουν στολισμένος, -η | είχατε στολιστεί ήσαστε στολισμένοι, -ες | ||
είχε στολίσει είχε στολισμένο | είχαν στολίσει είχαν στολισμένο | είχε στολιστεί ήταν στολισμένος, -η, -ο | είχαν στολιστεί ήταν στολισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα στολίζω | θα στολίζουμε, | θα στολίζομαι | θα στολιζόμαστε | |
θα στολίζεις | θα στολίζετε | θα στολίζεσαι | θα στολίζεστε, | ||
θα στολίζει | θα στολίζουν(ε) | θα στολίζεται | θα στολίζονται | ||
Fut ur | θα στολίσω | θα στολίσουμε, | θα στολιστώ | θα στολιστούμε | |
θα στολίσεις | θα στολίσετε | θα στολιστείς | θα στολιστείτε | ||
θα στολίσει | θα στολίσουν(ε) | θα στολιστεί | θα στολιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να στολίζω | να στολίζουμε, | να στολίζομαι | να στολιζόμαστε |
να στολίζεις | να στολίζετε | να στολίζεσαι | να στολίζεστε, | ||
να στολίζει | να στολίζουν(ε) | να στολίζεται | να στολίζονται | ||
Aorist | να στολίσω | να στολίσουμε, | να στολιστώ | να στολιστούμε | |
να στολίσεις | να στολίσετε | να στολιστείς | να στολιστείτε | ||
να στολίσει | να στολίσουν(ε) | να στολιστεί | να στολιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω στολίσει | να έχουμε στολίσει | να έχω στολιστεί | να έχουμε στολιστεί | |
να έχεις στολίσει | να έχετε στολίσει | να έχεις στολιστεί | να έχετε στολιστεί | ||
να έχει στολίσει | να έχουν στολίσει | να έχει στολιστεί | να έχουν στολιστεί | ||
Imper ativ | Pres | στόλιζε | στολίζετε | στολίζεστε | |
Aorist | στόλισε | στολίστε | στολίσου | στολιστείτε | |
Part izip | Pres | στολίζοντας | στολιζόμενος | ||
Perf | έχοντας στολίσει, έχοντας στολισμένο | στολισμένος, -η, -ο | στολισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | στολίσει | στολιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.