ausnehmen
 Verb

τρυγώ Verb
(0)
εξαίρω Verb
(0)
εξαιρώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Man sollte sie hängen, ausnehmen, vierteln.Θα πρεπει να κρεμαστουν, να πνιγουν και να κομματιαστουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir tun so, als seien wir Ganoven und wollten ihn ausnehmen.Θα κάνουμε πως Θέλουμε να τον πάμε μια βόλτα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich lass mich von niemandem ausnehmen.Κανένας δε θα με κλέψει.

Übersetzung nicht bestätigt

Und irgendwann überlegt man selbst, ob man nicht die Bank ausnehmen könnte, weil man ja selber am Rad steht und man es in und auswendig kennt.Μέχρι που μια νύχτα σού μπαίνουν ιδέες να το κλέψεις ο ίδιος. Και εύκολα. Γιατί η ρουλέτα είναι στα χέρια σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Die wird mich noch ausnehmen wie 'ne Weihnachtsgans, die blöde Ziege!Θα με έχει στο χέρι. Η χαζογκόμενα

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξαιρώεξαιρούμεεξαιρούμαιεξαιρούμαστε
εξαιρείςεξαιρείτεεξαιρείσαιεξαιρείστε
εξαιρείεξαιρούν(ε)εξαιρείταιεξαιρούνται
Imper
fekt
εξαιρούσαεξαιρούσαμεεξαιρούμουνεξαιρούμαστε
εξαιρούσεςεξαιρούσατε
εξαιρούσεεξαιρούσαν(ε)εξαιρούνταν, εξαιρείτοεξαιρούνταν, εξαιρούντο
Aoristεξαίρεσαεξαιρέσαμεεξαιρέθηκαεξαιρεθήκαμε
εξαίρεσεςεξαιρέσατεεξαιρέθηκεςεξαιρεθήκατε
εξαίρεσεεξαίρεσαν, εξαιρέσαν(ε)εξαιρέθηκεεξαιρέθηκαν, εξαιρεθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω εξαιρέσειέχουμε εξαιρέσειέχω εξαιρεθείέχουμε εξαιρεθεί
έχεις εξαιρέσειέχετε εξαιρέσειέχεις εξαιρεθείέχετε εξαιρεθεί
έχει εξαιρέσειέχουν εξαιρέσειέχει εξαιρεθείέχουν εξαιρεθεί
Plu
perf
ekt
είχα εξαιρέσειείχαμε εξαιρέσειείχα εξαιρεθείείχαμε εξαιρεθεί
είχες εξαιρέσειείχατε εξαιρέσειείχες εξαιρεθείείχατε εξαιρεθεί
είχε εξαιρέσειείχαν εξαιρέσειείχε εξαιρεθείείχαν εξαιρεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξαιρώθα εξαιρούμεθα εξαιρούμαιθα εξαιρούμαστε
θα εξαιρείςθα εξαιρείτεθα εξαιρείσαιθα εξαιρείστε
θα εξαιρείθα εξαιρούν(ε)θα εξαιρείταιθα εξαιρούνται
Fut
ur
θα εξαιρέσωθα εξαιρέσουμε, θα εξαιρέσομεθα εξαιρεθώθα εξαιρεθούμε
θα εξαιρέσειςθα εξαιρέσετεθα εξαιρεθείςθα εξαιρεθείτε
θα εξαιρέσειθα εξαιρέσουν(ε)θα εξαιρεθείθα εξαιρεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξαιρέσειθα έχουμε εξαιρέσειθα έχω εξαιρεθείθα έχουμε εξαιρεθεί
θα έχεις εξαιρέσειθα έχετε εξαιρέσειθα έχεις εξαιρεθείθα έχετε εξαιρεθεί
θα έχει εξαιρέσειθα έχουν εξαιρέσειθα έχει εξαιρεθείθα έχουν εξαιρεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξαιρώνα εξαιρούμενα εξαιρούμαινα εξαιρούμαστε
να εξαιρείςνα εξαιρείτενα εξαιρείσαινα εξαιρείστε
να εξαιρείνα εξαιρούν(ε)να εξαιρείταινα εξαιρούνται
Aoristνα εξαιρέσωνα εξαιρέσουμε, να εξαιρέσομενα εξαιρεθώνα εξαιρεθούμε
να εξαιρέσειςνα εξαιρέσετενα εξαιρεθείςνα εξαιρεθείτε
να εξαιρέσεινα εξαιρέσουν(ε)να εξαιρεθείνα εξαιρεθούν(ε)
Perfνα έχω εξαιρέσεινα έχουμε εξαιρέσεινα έχω εξαιρεθείνα έχουμε εξαιρεθεί
να έχεις εξαιρέσεινα έχετε εξαιρέσεινα έχεις εξαιρεθείνα έχετε εξαιρεθεί
να έχει εξαιρέσεινα έχουν εξαιρέσεινα έχει εξαιρεθείνα έχουν εξαιρεθεί
Imper
ativ
Presεξαιρείτεεξαιρείστε
Aoristεξαίρεσεεξαιρέστε, εξαιρέσετεεξαιρέσουεξαιρεθείτε
Part
izip
Presεξαιρώνταςεξαιρούμενος
Perfέχοντας εξαιρέσει
InfinAoristεξαιρέσειεξαιρεθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξαιρώεξαιρούμεεξαιρούμαιεξαιρούμαστε
εξαιρείςεξαιρείτεεξαιρείσαιεξαιρείστε
εξαιρείεξαιρούν(ε)εξαιρείταιεξαιρούνται
Imper
fekt
εξαιρούσαεξαιρούσαμεεξαιρούμουνεξαιρούμαστε
εξαιρούσεςεξαιρούσατε
εξαιρούσεεξαιρούσαν(ε)εξαιρούνταν, εξαιρείτοεξαιρούνταν, εξαιρούντο
Aoristεξαίρεσαεξαιρέσαμεεξαιρέθηκαεξαιρεθήκαμε
εξαίρεσεςεξαιρέσατεεξαιρέθηκεςεξαιρεθήκατε
εξαίρεσεεξαίρεσαν, εξαιρέσαν(ε)εξαιρέθηκεεξαιρέθηκαν, εξαιρεθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω εξαιρέσειέχουμε εξαιρέσειέχω εξαιρεθείέχουμε εξαιρεθεί
έχεις εξαιρέσειέχετε εξαιρέσειέχεις εξαιρεθείέχετε εξαιρεθεί
έχει εξαιρέσειέχουν εξαιρέσειέχει εξαιρεθείέχουν εξαιρεθεί
Plu
perf
ekt
είχα εξαιρέσειείχαμε εξαιρέσειείχα εξαιρεθείείχαμε εξαιρεθεί
είχες εξαιρέσειείχατε εξαιρέσειείχες εξαιρεθείείχατε εξαιρεθεί
είχε εξαιρέσειείχαν εξαιρέσειείχε εξαιρεθείείχαν εξαιρεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξαιρώθα εξαιρούμεθα εξαιρούμαιθα εξαιρούμαστε
θα εξαιρείςθα εξαιρείτεθα εξαιρείσαιθα εξαιρείστε
θα εξαιρείθα εξαιρούν(ε)θα εξαιρείταιθα εξαιρούνται
Fut
ur
θα εξαιρέσωθα εξαιρέσουμε, θα εξαιρέσομεθα εξαιρεθώθα εξαιρεθούμε
θα εξαιρέσειςθα εξαιρέσετεθα εξαιρεθείςθα εξαιρεθείτε
θα εξαιρέσειθα εξαιρέσουν(ε)θα εξαιρεθείθα εξαιρεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξαιρέσειθα έχουμε εξαιρέσειθα έχω εξαιρεθείθα έχουμε εξαιρεθεί
θα έχεις εξαιρέσειθα έχετε εξαιρέσειθα έχεις εξαιρεθείθα έχετε εξαιρεθεί
θα έχει εξαιρέσειθα έχουν εξαιρέσειθα έχει εξαιρεθείθα έχουν εξαιρεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξαιρώνα εξαιρούμενα εξαιρούμαινα εξαιρούμαστε
να εξαιρείςνα εξαιρείτενα εξαιρείσαινα εξαιρείστε
να εξαιρείνα εξαιρούν(ε)να εξαιρείταινα εξαιρούνται
Aoristνα εξαιρέσωνα εξαιρέσουμε, να εξαιρέσομενα εξαιρεθώνα εξαιρεθούμε
να εξαιρέσειςνα εξαιρέσετενα εξαιρεθείςνα εξαιρεθείτε
να εξαιρέσεινα εξαιρέσουν(ε)να εξαιρεθείνα εξαιρεθούν(ε)
Perfνα έχω εξαιρέσεινα έχουμε εξαιρέσεινα έχω εξαιρεθείνα έχουμε εξαιρεθεί
να έχεις εξαιρέσεινα έχετε εξαιρέσεινα έχεις εξαιρεθείνα έχετε εξαιρεθεί
να έχει εξαιρέσεινα έχουν εξαιρέσεινα έχει εξαιρεθείνα έχουν εξαιρεθεί
Imper
ativ
Presεξαιρείτεεξαιρείστε
Aoristεξαίρεσεεξαιρέστε, εξαιρέσετεεξαιρέσουεξαιρεθείτε
Part
izip
Presεξαιρώνταςεξαιρούμενος
Perfέχοντας εξαιρέσει
InfinAoristεξαιρέσειεξαιρεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback