aufflackern
 Verb

φουντώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Spräche es sich herum, dass Vivian Bearing ihr Hirn rausgekotzt habe, dann würden sich meine Kollegen, die meisten ehemalige Studenten, wie wild um meinen Posten streiten. Und dann würde ihr Gewissen aufflackern.Αν μαθευόταν ότι η Βίβιαν Μπέρινγκ ξέρασε τα μυαλά της... οι συνάδελφοι και πρώην μαθητές μου... θα διεκδικούσαν τη θέση μου σαν τρελοί.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn man jemandes Tod wollte, ihn herbeigesehnt hat, ihn geplant hat, und zugesehen hat, wie die Lebensgeister ein letztes Mal aufflackern...Όταν θέλεις να πεθάνει κάποιος, όταν το προσδοκάς, όταν το σχεδιάζεις και παραμονεύεις μέχρι να δεις... την τελευταία αναλαμπή ζωής στα μάτια του...

Übersetzung nicht bestätigt

die wie weiße Lanzen aufflackern zu silbernen Kreuzen.Πετάγεται από τα λευκά μαχαίρια... στο μπεζ... Στους ασημένους σταυρούς.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich habe meine Größe einen Moment lang aufflackern sehen, während der ewige Diener kichernd meinen Mantel hielt."Είδα την στιγμή που τρικλίζονταν το μεγαλείο μου.. "και είδα τον αιώνιο Footman.. "να συγκρατεί το πανωφόρι μου κρυφογελώντας..

Übersetzung nicht bestätigt

Dem Ausbruch solcher Konflikte lässt sich hervorragend mit zivilen Mitteln vorbeugen, und jedenfalls kann damit verhindert werden, dass sie wieder aufflackern.Η έκρηξη τέτοιου είδους συγκρούσεων μπορεί εύκολα να προληφθεί με πολιτικά μέσα. Και, βεβαίως, η εκ νέου ανάφλεξή τους.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φουντώνωφουντώνουμε, φουντώνομε
φουντώνειςφουντώνετε
φουντώνειφουντώνουν(ε)
Imper
fekt
φούντωναφουντώναμε
φούντωνεςφουντώνατε
φούντωνεφούντωναν, φουντώναν(ε)
Aoristφούντωσαφουντώσαμε
φούντωσεςφουντώσατε
φούντωσεφούντωσαν, φουντώσαν(ε)
Per
fekt
έχω φουντώσειέχουμε φουντώσει
έχεις φουντώσειέχετε φουντώσει
έχει φουντώσειέχουν φουντώσει
Plu
per
fekt
είχα φουντώσειείχαμε φουντώσει
είχες φουντώσειείχατε φουντώσει
είχε φουντώσειείχαν φουντώσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φουντώνωθα φουντώνουμε, θα φουντώνομε
θα φουντώνειςθα φουντώνετε
θα φουντώνειθα φουντώνουν(ε)
Fut
ur
θα φουντώσωθα φουντώσουμε, θα φουντώσομε
θα φουντώσειςθα φουντώσετε
θα φουντώσειθα φουντώσουν
Fut
ur II
θα έχω φουντώσειθα έχουμε φουντώσει
θα έχεις φουντώσειθα έχετε φουντώσει
θα έχει φουντώσειθα έχουν φουντώσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φουντώνωνα φουντώνουμε, να φουντώνομε
να φουντώνειςνα φουντώνετε
να φουντώνεινα φουντώνουν(ε)
Aoristνα φουντώσωνα φουντώσουμε, να φουντώσομε
να φουντώσειςνα φουντώσετε
να φουντώσεινα φουντώσουν(ε)
Perfνα έχω φουντώσεινα έχουμε φουντώσει
να έχεις φουντώσεινα έχετε φουντώσει
να έχει φουντώσεινα έχουν φουντώσει
Imper
ativ
Presφούντωνεφουντώνετε
Aoristφούντωσεφουντώσετε, φουντώστε
Part
izip
Presφουντώνοντας
Perfέχοντας φουντώσει
InfinAoristφουντώσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback