anschließen
 Verb

συνδέω Verb
(0)
DeutschGriechisch
"Wir geben uns als Zivilisten aus dem neutralen Kentucky aus, die sich der Sache des Südens anschließen wollen."Θα μπούμε στο Νότο σαν πολίτες που έρχονται από την ουδέτερη πολιτεία του Kentucky για να ενωθούν με τους Νότιους.

Übersetzung nicht bestätigt

"Morgen früh um neun werden sich unsere Versorgungszüge an der Rock River Brücke General Parkers Armee anschließen."Στις 9 αύριο το πρωί το τραίνο εφοδιασμού θα συναντηθεί και θα ενωθεί με το στράτευμα του στρατηγού Parker στη γέφυρα του Rock River.

Übersetzung nicht bestätigt

Vielleicht will sich Fräulein Flaemm anschließen?'Ισως θα ήθελε να έρθει και η δεσποινίς Φλεμ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich wollte es anschließen.Προσπαθούσα να το βάλω στο ρεύμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Er will sich Crook anschließen.Ο Μέριτ. Θα ενωθεί με τον Κρουκ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
anschließend

Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνδέω, deno">δένωσυνδέουμε, συνδέομεσυνδέομαισυνδεόμαστε
συνδέειςσυνδέετεσυνδέεσαισυνδέεστε, συνδεόσαστε
συνδέεισυνδέουν(ε)συνδέεταισυνδέονται
Imper
fekt
συνέδεασυνδέαμεσυνδεόμουν(α)συνδεόμαστε
συνέδεεςσυνδέατεσυνδεόσουν(α)συνδεόσαστε
συνέδεεσυνέδεαν, συνδέαν(ε)συνδεόταν(ε)συνδέονταν
Aoristσυνέδεσα, σύνδεσασυνδέσαμεσυνδέθηκασυνδεθήκαμε
συνέδεσες, σύνδεσεςσυνδέσατεσυνδέθηκεςσυνδεθήκατε
συνέδεσε, σύνδεσεσυνέδεσαν, συνδέσαν(ε)συνδέθηκεσυνδέθηκαν, συνδεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συνδέσει
έχω συνδεμένο
έχουμε συνδέσει
έχουμε συνδεμένο
έχω συνδεθεί
είμαι συνδεμένος, -η
έχουμε συνδεθεί
είμαστε συνδεμένοι, -ες
έχεις συνδέσει
έχεις συνδεμένο
έχετε συνδέσει
έχετε συνδεμένο
έχεις συνδεθεί
είσαι συνδεμένος, -η
έχετε συνδεθεί
είστε συνδεμένοι, -ες
έχει συνδέσει
έχει συνδεμένο
έχουν συνδέσει
έχουν συνδεμένο
έχει συνδεθεί
είναι συνδεμένος, -η, -ο
έχουν συνδεθεί
είναι συνδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συνδέσει
είχα συνδεμένο
είχαμε συνδέσει
είχαμε συνδεμένο
είχα συνδεθεί
ήμουν συνδεμένος, -η
είχαμε συνδεθεί
ήμαστε συνδεμένοι, -ες
είχες συνδέσει
είχες συνδεμένο
είχατε συνδέσει
είχατε συνδεμένο
είχες συνδεθεί
ήσουν συνδεμένος, -η
είχατε συνδεθεί
ήσαστε συνδεμένοι, -ες
είχε συνδέσει
είχε συνδεμένο
είχαν συνδέσει
είχαν συνδεμένο
είχε συνδεθεί
ήταν συνδεμένος, -η, -ο
είχαν συνδεθεί
ήταν συνδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνδέωθα συνδέουμε, θα συνδέομεθα συνδέομαιθα συνδεόμαστε
θα συνδέειςθα συνδέετεθα συνδέεσαιθα συνδέεστε θα συνδεόσαστε
θα συνδέειθα συνδέουν(ε)θα συνδέεταιθα συνδέονται
Fut
ur
θα συνδέσωθα συνδέσουμε, θα συνδέσομεθα συνδεθώθα συνδεθούμε
θα συνδέσειςθα συνδέσετεθα συνδεθείςθα συνδεθείτε
θα συνδέσειθα συνδέσουν(ε)θα συνδεθείθα συνδεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνδέσει
θα έχω συνδεμένο
θα έχουμε συνδέσει
θα έχουμε συνδεμένο
θα έχω συνδεθεί
θα είμαι συνδεμένος, -η
θα έχουμε συνδεθεί
θα είμαστε συνδεμένοι, -ες
θα έχεις συνδέσει
θα έχεις συνδεμένο
θα έχετε συνδέσει
θα έχετε συνδεμένο
θα έχεις συνδεθεί
θα είσαι συνδεμένος, -η
θα έχετε συνδεθεί
θα είστε συνδεμένοι, -ες
θα έχει συνδέσει
θα έχει συνδεμένο
θα έχουν συνδέσει
θα έχουν συνδεμένο
θα έχει συνδεθεί
θα είναι συνδεμένος, -η, -ο
θα έχουν συνδεθεί
θα είναι συνδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνδέωνα συνδέουμε, να συνδέομενα συνδέομαινα συνδεόμαστε
να συνδέειςνα συνδέετενα συνδέεσαινα συνδέεστε, να συνδεόσαστε
να συνδέεινα συνδέουν(ε)να συνδέεταινα συνδέονται
Aoristνα συνδέσωνα συνδέσουμε, να συνδέσομενα συνδεθώνα συνδεθούμε
να συνδέσειςνα συνδέσετενα συνδεθείςνα συνδεθείτε
να συνδέσεινα συνδέσουν(ε)να συνδεθείνα συνδεθούν(ε)
Perfνα έχω συνδέσει
να έχω συνδεμένο
να έχουμε συνδέσει
να έχουμε συνδεμένο
να έχω συνδεθεί
να είμαι συνδεμένος, -η
να έχουμε συνδεθεί
να είμαστε συνδεμένοι, -ες
να έχεις συνδέσει
να έχεις συνδεμένο
να έχετε συνδέσει
να έχετε συνδεμένο
να έχεις συνδεθεί
να είσαι συνδεμένος, -η
να έχετε συνδεθεί
να είστε συνδεμένοι, -ες
να έχει συνδέσει
να έχει συνδεμένο
να έχουν συνδέσει
να έχουν συνδεμένο
να έχει συνδεθεί
να είναι συνδεμένος, -η, -ο
να έχουν συνδεθεί
να είναι συνδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσύνδεεσυνδέετεσυνδέεστε
Aoristσύνδεσεσυνδέσετε, συνδέστεσυνδέσουσυνδεθείτε
Part
izip
Presσυνδέοντας
Perfέχοντας συνδέσει, έχοντας συνδεμένοσυνδεμένος, -η, -οσυνδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυνδέσεισυνδεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback