υποθέτω Verb (24) |
αποδέχομαι Verb (4) |
φαντάζομαι Verb (0) |
υιοθετώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich hoffe und gehe davon aus und vertraue dabei auch auf den Europäischen Gerichtshof -, dass er die eingeschlagene Richtung weiterverfolgen wird, dass er sich verstärkt der Wahrung der Kompetenzen annehmen und daher die Richtlinie wiederum aufheben wird. | Ελπίζω και υποθέτω και είμαι πεπεισμένος ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα ακολουθήσει την πορεία που έχει χαράξει, ότι θα λάβει περισσότερο υπόψη την εξασφάλιση των αρμοδιοτήτων και ότι, ως εκ τούτου, θα κηρύξει εκ νέου την οδηγία άκυρη. Übersetzung bestätigt |
Er kann ebenfalls eine Herausforderung für das politische Verantwortungsgefühl der Teilnehmer der Regierungskonferenz sein, die diese Herausforderung annehmen werden oder auch nicht, denn er wird jedes Ratsmitglied mit seiner politischen Verantwortung konfrontieren. | Μπορεί να είναι επίσης μια πρόκληση για την πολιτική ευθύνη των μελών της ΔΔ, που θα πρέπει να ανταποκριθούν σε αυτή ή όχι, διότι υποθέτω ότι, εν πάση περιπτώσει, θα θέσει τα μέλη του Συμβουλίου ενώπιον των πολιτικών ευθυνών τους. Übersetzung bestätigt |
Frau Larive selbst ist nach Kuba gereist ich weiß nicht, ob für immer, doch darf ich annehmen, daß sie wieder zurückkommt -; in ihrem Bericht steht nun "gestatten Sie mir, Herr Präsident, abschließend einen Appell an die Motorradfahrer selbst, 82 Jahre, durchschnittlicher Meßwert" . | Η κ. Larive έχει αναχωρήσει για την Κούβα, και δεν γνωρίζω εάν αυτή μεταβαίνει εκεί για πάντα, αλλά υποθέτω ότι αυτή θα επιστρέψει πάλι, αλλά στα πλήρη πρακτικά αναφέρεται «τέλος, Πρόεδρε, μια έκκληση προς αυτούς τους ίδιους τους οδηγούς μοτοποδηλάτων. 82 ετών, μέση τιμή μέτρησης». Übersetzung bestätigt |
Herr Präsident, ich darf doch wohl annehmen, daß die Kommissarin, Frau Gradin, noch im Verlauf dieser Aussprache das Wort erhält, um sich zu unseren Hinweisen und Fragen zu äußern. | Κύριε Πρόεδρε, υποθέτω ότι η Επίτροπος κ. Gradin θα λάβει τον λόγο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης, προκειμένου να απαντήσει στα σημεία που θίξαμε. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | nehme an | ||
du | nimmst an | |||
er, sie, es | nimmt an | |||
Präteritum | ich | nahm an | ||
Konjunktiv II | ich | nähme an | ||
Imperativ | Singular | nimm an! | ||
Plural | nehmt an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angenommen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:annehmen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | φαντάζομαι | φανταζόμαστε |
φαντάζεσαι | φαντάζεστε, φανταζόσαστε | ||
φαντάζεται | φαντάζονται | ||
Imper fekt | φανταζόμουν(α) | φανταζόμαστε, φανταζόμασταν | |
φανταζόσουν(α) | φανταζόσαστε, φανταζόσασταν | ||
φανταζόταν(ε) | φαντάζονταν, φανταζόντανε, φανταζόντουσαν | ||
Aorist | φαντάστηκα | φανταστήκαμε | |
φαντάστηκες | φανταστήκατε | ||
φαντάστηκε | φαντάστηκαν, φανταστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω φανταστεί είμαι φαντασμένοι, -ες | έχουμε φανταστεί είμαστε φαντασμένοι, -ες | |
έχεις φανταστεί είσαι φαντασμένος, -η | έχετε φανταστεί είστε φαντασμένοι, -ες | ||
έχει φανταστεί είναι φαντασμένος, -η, -ο | έχουν φανταστεί είναι φαντασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα φανταστεί ήμουν φαντασμένος, -η | είχαμε φανταστεί ήμαστε φαντασμένοι, -ες | |
είχες φανταστεί ήσουν φαντασμένος, -η | είχατε φανταστεί ήσαστε φαντασμένοι, -ες | ||
είχε φανταστεί ήταν φαντασμένος, -η, -ο | είχαν φανταστεί ήταν φαντασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα φαντάζομαι | θα φανταζόμαστε | |
θα φαντάζεσαι | θα φαντάζεστε, θα φανταζόσαστε | ||
θα φαντάζεται | θα φαντάζονται | ||
Fut ur | θα φανταστώ | θα φανταστούμε | |
θα φανταστείς | θα φανταστείτε | ||
θα φανταστεί | θα φανταστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω φανταστεί θα είμαι φαντασμένος, -η | θα έχουμε φανταστεί θα είμαστε φαντασμένοι, -ες | |
θα έχεις φανταστεί θα είσαι φαντασμένος, -η | θα έχετε φανταστεί θα είστε φαντασμένοι, -ες | ||
θα έχει φανταστεί θα είναι φαντασμένος, -η, -ο | θα έχουν φανταστεί θα είναι φαντασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να φαντάζομαι | να φανταζόμαστε |
να φαντάζεσαι | να φαντάζεστε, να φανταζόσαστε | ||
να φαντάζεται | να φαντάζονται | ||
Aorist | να φανταστώ | να φανταστούμε | |
να φανταστείς | να φανταστείτε | ||
να φανταστεί | να φανταστούν(ε) | ||
Perf | να έχω φανταστεί | να έχουμε φανταστεί | |
να έχεις φανταστεί να είσαι φαντασμένος, -η | να έχετε φανταστεί να είστε φαντασμένοι, -ες | ||
να έχει φανταστεί | να έχουν φανταστεί | ||
Imper ativ | Pres | φαντάζεστε | |
Aorist | φαντάσου | φανταστείτε | |
Part izip | Pres | φανταζόμενος | |
Perf | φαντασμένος, -η, -ο | φαντασμένοι, -ες, -α | |
Infin | Aorist | φανταστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υιοθετώ | υιοθετούμε | υιοθετούμαι | υιοθετούμαστε |
υιοθετείς | υιοθετείτε | υιοθετείσαι | υιοθετείστε | ||
υιοθετεί | υιοθετούν(ε) | υιοθετείται | υιοθετούνται | ||
Imper fekt | υιοθετούσα | υιοθετούσαμε | υιοθετούμουν | υιοθετούμαστε | |
υιοθετούσες | υιοθετούσατε | ||||
υιοθετούσε | υιοθετούσαν(ε) | υιοθετούνταν, υιοθετείτο | υιοθετούνταν, υιοθετούντο | ||
Aorist | υιοθέτησα | υιοθετήσαμε | υιοθετήθηκα | υιοθετηθήκαμε | |
υιοθέτησες | υιοθετήσατε | υιοθετήθηκες | υιοθετηθήκατε | ||
υιοθέτησε | υιοθέτησαν, υιοθετήσαν(ε) | υιοθετήθηκε | υιοθετήθηκαν, υιοθετηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα υιοθετώ | θα υιοθετούμε | θα υιοθετούμαι | θα υιοθετούμαστε | |
θα υιοθετείς | θα υιοθετείτε | θα υιοθετείσαι | θα υιοθετείστε | ||
θα υιοθετεί | θα υιοθετούν(ε) | θα υιοθετείται | θα υιοθετούνται | ||
Fut ur | θα υιοθετήσω | θα υιοθετήσουμε | θα υιοθετηθώ | θα υιοθετηθούμε | |
θα υιοθετήσεις | θα υιοθετήσετε | θα υιοθετηθείς | θα υιοθετηθείτε | ||
θα υιοθετήσει | θα υιοθετήσουν(ε) | θα υιοθετηθεί | θα υιοθετηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υιοθετώ | να υιοθετούμε | να υιοθετούμαι | να υιοθετούμαστε |
να υιοθετείς | να υιοθετείτε | να υιοθετείσαι | να υιοθετείστε | ||
να υιοθετεί | να υιοθετούν(ε) | να υιοθετείται | να υιοθετούνται | ||
Aorist | να υιοθετήσω | να υιοθετηθώ | να υιοθετηθούμε | ||
να υιοθετήσεις | να υιοθετήσετε | να υιοθετηθείς | να υιοθετηθείτε | ||
να υιοθετήσει | να υιοθετήσουν(ε) | να υιοθετηθεί | να υιοθετηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | υιοθετείτε | υιοθετείστε | ||
Aorist | υιοθέτησε | υιοθετήστε, υιοθετήσετε | υιοθετήσου | υιοθετηθείτε | |
Part izip | Pres | υιοθετώντας | |||
Perf | έχοντας υιοθετήσει, | υιοθετημένος, -η, -ο | υιοθετημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | υιοθετήσει | υιοθετηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.