anbraten
 Verb

τηγανίζω Verb
(0)
καβουρντίζω Verb
(0)
τσιγαρίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Das Jägerschnitzel anbraten. Ungefähr 15 Minuten braten lassen. Ich wiederhole, 15 Minuten.Τσιγαρίστε τα κρεμμυδάκια σε χαμηλή φωτιά επί 1 5 λεπτά...

Übersetzung nicht bestätigt

Es muß etwas anbraten.Έτσι για να πάρουν γεύση.

Übersetzung nicht bestätigt

...Zwiebeln fein schneiden, anbraten, bis sie goldbraun werden. Paprika dazugeben, aber Vorsicht. Wenn das ÖI zu heiß ist, verbrennt die Paprika und wird bitter....ξεφλουδίζετε το κρεμμύδι, το ψιλοκόβετε... το τηγανίζετε σε λάδι μέχρι να ροδίσει... προσθέτετε λίγη πάπρικα, αλλά με μεγάλη προσοχή... γιατί αν τη βάλετε σε καυτό λάδι θα καεί και θα πικρίσει... μετά προσθέτετε τα χοιρινά ποδαράκια και νερό...

Übersetzung nicht bestätigt

Bevor wir ihn anbraten, müssen wir darauf achten, dass die Hitze in der Pfanne... entsprechend hoch ist.Πριν το ψήσουμε, ανεβάζω της θερμοκρασία αρκετά.

Übersetzung nicht bestätigt

Sagt dem Koch, er soll ein paar Kartoffeln anbraten.Πείτε τον μάγειρα να τηγανίσει μερικες πατάτες.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
anbräunen
anbraten
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τηγανίζωτηγανίζουμε, τηγανίζομετηγανίζομαιτηγανιζόμαστε
τηγανίζειςτηγανίζετετηγανίζεσαιτηγανίζεστε, τηγανιζόσαστε
τηγανίζειτηγανίζουν(ε)τηγανίζεταιτηγανίζονται
Imper
fekt
τηγάνιζατηγανίζαμετηγανιζόμουν(α)τηγανιζόμαστε, τηγανιζόμασταν
τηγάνιζεςτηγανίζατετηγανιζόσουν(α)τηγανιζόσαστε, τηγανιζόσασταν
τηγάνιζετηγάνιζαν, τηγανίζαν(ε)τηγανιζόταν(ε)τηγανίζονταν, τηγανιζόντανε, τηγανιζόντουσαν
Aoristτηγάνισατηγανίσαμετηγανίστηκατηγανιστήκαμε
τηγάνισεςτηγανίσατετηγανίστηκεςτηγανιστήκατε
τηγάνισετηγάνισαν, τηγανίσαν(ε)τηγανίστηκετηγανίστηκαν, τηγανιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τηγανίσει
έχω τηγανισμένο
έχουμε τηγανίσει
έχουμε τηγανισμένο
έχω τηγανιστεί
είμαι τηγανισμένος, -η
έχουμε τηγανιστεί
είμαστε τηγανισμένοι, -ες
έχεις τηγανίσει
έχεις τηγανισμένο
έχετε τηγανίσει
έχετε τηγανισμένο
έχεις τηγανιστεί
είσαι τηγανισμένος, -η
έχετε τηγανιστεί
είστε τηγανισμένοι, -ες
έχει τηγανίσει
έχει τηγανισμένο
έχουν τηγανίσει
έχουν τηγανισμένο
έχει τηγανιστεί
είναι τηγανισμένος, -η, -ο
έχουν τηγανιστεί
είναι τηγανισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τηγανίσει
είχα τηγανισμένο
είχαμε τηγανίσει
είχαμε τηγανισμένο
είχα τηγανιστεί
ήμουν τηγανισμένος, -η
είχαμε τηγανιστεί
ήμαστε τηγανισμένοι, -ες
είχες τηγανίσει
είχες τηγανισμένο
είχατε τηγανίσει
είχατε τηγανισμένο
είχες τηγανιστεί
ήσουν τηγανισμένος, -η
είχατε τηγανιστεί
ήσαστε τηγανισμένοι, -ες
είχε τηγανίσει
είχε τηγανισμένο
είχαν τηγανίσει
είχαν τηγανισμένο
είχε τηγανιστεί
ήταν τηγανισμένος, -η, -ο
είχαν τηγανιστεί
ήταν τηγανισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τηγανίζωθα τηγανίζουμε, θα τηγανίζομεθα τηγανίζομαιθα τηγανιζόμαστε
θα τηγανίζειςθα τηγανίζετεθα τηγανίζεσαιθα τηγανίζεστε, θα τηγανιζόσαστε
θα τηγανίζειθα τηγανίζουν(ε)θα τηγανίζεταιθα τηγανίζονται
Fut
ur
θα τηγανίσωθα τηγανίσουμε, θα τηγανίζομεθα τηγανιστώθα τηγανιστούμε
θα τηγανίσειςθα τηγανίσετεθα τηγανιστείςθα τηγανιστείτε
θα τηγανίσειθα τηγανίσουν(ε)θα τηγανιστείθα τηγανιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τηγανίσει
θα έχω τηγανισμένο
θα έχουμε τηγανίσει
θα έχουμε τηγανισμένο
θα έχω τηγανιστεί
θα είμαι τηγανισμένος, -η
θα έχουμε τηγανιστεί
θα είμαστε τηγανισμένοι, -ες
θα έχεις τηγανίσει
θα έχεις τηγανισμένο
θα έχετε τηγανίσει
θα έχετε τηγανισμένο
θα έχεις τηγανιστεί
θα είσαι τηγανισμένος, -η
θα έχετε τηγανιστεί
θα είστε τηγανισμένοι, -ες
θα έχει τηγανίσει
θα έχει τηγανισμένο
θα έχουν τηγανίσει
θα έχουν τηγανισμένο
θα έχει τηγανιστεί
θα είναι τηγανισμένος, -η, -ο
θα έχουν τηγανιστεί
θα είναι τηγανισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τηγανίζωνα τηγανίζουμε, να τηγανίζομενα τηγανίζομαινα τηγανιζόμαστε
να τηγανίζειςνα τηγανίζετενα τηγανίζεσαινα τηγανίζεστε, να τηγανιζόσαστε
να τηγανίζεινα τηγανίζουν(ε)να τηγανίζεταινα τηγανίζονται
Aoristνα τηγανίσωνα τηγανίσουμε, να τηγανίσομενα τηγανιστώνα τηγανιστούμε
να τηγανίσειςνα τηγανίσετενα τηγανιστείςνα τηγανιστείτε
να τηγανίσεινα τηγανίσουν(ε)να τηγανιστείνα τηγανιστούν(ε)
Perfνα έχω τηγανίσει
να έχω τηγανισμένο
να έχουμε τηγανίσει
να έχουμε τηγανισμένο
να έχω τηγανιστεί
να είμαι τηγανισμένος, -η
να έχουμε τηγανιστεί
να είμαστε τηγανισμένοι, -ες
να έχεις τηγανίσει
να έχεις τηγανισμένο
να έχετε τηγανίσει
να έχετε τηγανισμένο
να έχεις τηγανιστεί
να είσαι τηγανισμένος, -η
να έχετε τηγανιστεί
να είστε τηγανισμένοι, -ες
να έχει τηγανίσει
να έχει τηγανισμένο
να έχουν τηγανίσει
να έχουν τηγανισμένο
να έχει τηγανιστεί
να είναι τηγανισμένος, -η, -ο
να έχουν τηγανιστεί
να είναι τηγανισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτηγάνιζετηγανίζετετηγανίζεστε
Aoristτηγάνισετηγανίστετηγανίσουτηγανιστείτε
Part
izip
Presτηγανίζονταςτηγανιζόμενος
Perfέχοντας τηγανίσει, έχοντας τηγανισμένοτηγανισμένος, -η, -οτηγανισμένοι, -ες, -α
InfinAoristτηγανίσειτηγανιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback