Griechisch | Deutsch |
---|---|
Δε με φαντάζομαι να τηγανίζω. | Ich seh mich nicht wirklich "frittieren". Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
anbräunen |
anbraten |
braten |
schmurgeln |
brötscheln (westdeutsch) |
frittieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | τηγανίζω | τηγανίζουμε, τηγανίζομε | τηγανίζομαι | τηγανιζόμαστε |
τηγανίζεις | τηγανίζετε | τηγανίζεσαι | τηγανίζεστε, τηγανιζόσαστε | ||
τηγανίζει | τηγανίζουν(ε) | τηγανίζεται | τηγανίζονται | ||
Imper fekt | τηγάνιζα | τηγανίζαμε | τηγανιζόμουν(α) | τηγανιζόμαστε, τηγανιζόμασταν | |
τηγάνιζες | τηγανίζατε | τηγανιζόσουν(α) | τηγανιζόσαστε, τηγανιζόσασταν | ||
τηγάνιζε | τηγάνιζαν, τηγανίζαν(ε) | τηγανιζόταν(ε) | τηγανίζονταν, τηγανιζόντανε, τηγανιζόντουσαν | ||
Aorist | τηγάνισα | τηγανίσαμε | τηγανίστηκα | τηγανιστήκαμε | |
τηγάνισες | τηγανίσατε | τηγανίστηκες | τηγανιστήκατε | ||
τηγάνισε | τηγάνισαν, τηγανίσαν(ε) | τηγανίστηκε | τηγανίστηκαν, τηγανιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω τηγανίσει έχω τηγανισμένο | έχουμε τηγανίσει έχουμε τηγανισμένο | έχω τηγανιστεί είμαι τηγανισμένος, -η | έχουμε τηγανιστεί είμαστε τηγανισμένοι, -ες | |
έχεις τηγανίσει έχεις τηγανισμένο | έχετε τηγανίσει έχετε τηγανισμένο | έχεις τηγανιστεί είσαι τηγανισμένος, -η | έχετε τηγανιστεί είστε τηγανισμένοι, -ες | ||
έχει τηγανίσει έχει τηγανισμένο | έχουν τηγανίσει έχουν τηγανισμένο | έχει τηγανιστεί είναι τηγανισμένος, -η, -ο | έχουν τηγανιστεί είναι τηγανισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα τηγανίσει είχα τηγανισμένο | είχαμε τηγανίσει είχαμε τηγανισμένο | είχα τηγανιστεί ήμουν τηγανισμένος, -η | είχαμε τηγανιστεί ήμαστε τηγανισμένοι, -ες | |
είχες τηγανίσει είχες τηγανισμένο | είχατε τηγανίσει είχατε τηγανισμένο | είχες τηγανιστεί ήσουν τηγανισμένος, -η | είχατε τηγανιστεί ήσαστε τηγανισμένοι, -ες | ||
είχε τηγανίσει είχε τηγανισμένο | είχαν τηγανίσει είχαν τηγανισμένο | είχε τηγανιστεί ήταν τηγανισμένος, -η, -ο | είχαν τηγανιστεί ήταν τηγανισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα τηγανίζω | θα τηγανίζουμε, | θα τηγανίζομαι | θα τηγανιζόμαστε | |
θα τηγανίζεις | θα τηγανίζετε | θα τηγανίζεσαι | θα τηγανίζεστε, | ||
θα τηγανίζει | θα τηγανίζουν(ε) | θα τηγανίζεται | θα τηγανίζονται | ||
Fut ur | θα τηγανίσω | θα τηγανίσουμε, | θα τηγανιστώ | θα τηγανιστούμε | |
θα τηγανίσεις | θα τηγανίσετε | θα τηγανιστείς | θα τηγανιστείτε | ||
θα τηγανίσει | θα τηγανίσουν(ε) | θα τηγανιστεί | θα τηγανιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να τηγανίζω | να τηγανίζουμε, | να τηγανίζομαι | να τηγανιζόμαστε |
να τηγανίζεις | να τηγανίζετε | να τηγανίζεσαι | να τηγανίζεστε, | ||
να τηγανίζει | να τηγανίζουν(ε) | να τηγανίζεται | να τηγανίζονται | ||
Aorist | να τηγανίσω | να τηγανίσουμε, | να τηγανιστώ | να τηγανιστούμε | |
να τηγανίσεις | να τηγανίσετε | να τηγανιστείς | να τηγανιστείτε | ||
να τηγανίσει | να τηγανίσουν(ε) | να τηγανιστεί | να τηγανιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω τηγανίσει | να έχουμε τηγανίσει | να έχω τηγανιστεί | να έχουμε τηγανιστεί | |
να έχεις τηγανίσει | να έχετε τηγανίσει | να έχεις τηγανιστεί | να έχετε τηγανιστεί | ||
να έχει τηγανίσει | να έχουν τηγανίσει | να έχει τηγανιστεί | να έχουν τηγανιστεί | ||
Imper ativ | Pres | τηγάνιζε | τηγανίζετε | τηγανίζεστε | |
Aorist | τηγάνισε | τηγανίστε | τηγανίσου | τηγανιστείτε | |
Part izip | Pres | τηγανίζοντας | τηγανιζόμενος | ||
Perf | έχοντας τηγανίσει, έχοντας τηγανισμένο | τηγανισμένος, -η, -ο | τηγανισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | τηγανίσει | τηγανιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | frittiere | ||
du | frittierst | |||
er, sie, es | frittiert | |||
Präteritum | ich | frittierte | ||
Konjunktiv II | ich | frittierte | ||
Imperativ | Singular | frittiere! frittier! | ||
Plural | frittiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
frittiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:frittieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | brate | ||
du | brätst | |||
er, sie, es | brät | |||
Präteritum | ich | briet | ||
Konjunktiv II | ich | briete | ||
Imperativ | Singular | brat! brate! | ||
Plural | bratet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gebraten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:braten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | brate an | ||
du | brätst an | |||
er, sie, es | brät an | |||
Präteritum | ich | briet an | ||
Konjunktiv II | ich | briete an | ||
Imperativ | Singular | brat an! brate an! | ||
Plural | bratet an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angebraten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anbraten |
τηγανίζω [tiγanízo] -ομαι : ψήνω κτ. σε τηγάνι με λάδι ή με βούτυρο: τηγανίζω κεφτέδες / κολοκυθάκια. Tα ψάρια δεν είναι καλά τηγανισμένα, είναι ατηγάνιστα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.