τηγανίζω Verb  [tiganizo, tiranizo, thganizw]

  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu τηγανίζω

τηγανίζω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Δε με φαντάζομαι να τηγανίζω.Ich seh mich nicht wirklich "frittieren".

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu τηγανίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τηγανίζωτηγανίζουμε, τηγανίζομετηγανίζομαιτηγανιζόμαστε
τηγανίζειςτηγανίζετετηγανίζεσαιτηγανίζεστε, τηγανιζόσαστε
τηγανίζειτηγανίζουν(ε)τηγανίζεταιτηγανίζονται
Imper
fekt
τηγάνιζατηγανίζαμετηγανιζόμουν(α)τηγανιζόμαστε, τηγανιζόμασταν
τηγάνιζεςτηγανίζατετηγανιζόσουν(α)τηγανιζόσαστε, τηγανιζόσασταν
τηγάνιζετηγάνιζαν, τηγανίζαν(ε)τηγανιζόταν(ε)τηγανίζονταν, τηγανιζόντανε, τηγανιζόντουσαν
Aoristτηγάνισατηγανίσαμετηγανίστηκατηγανιστήκαμε
τηγάνισεςτηγανίσατετηγανίστηκεςτηγανιστήκατε
τηγάνισετηγάνισαν, τηγανίσαν(ε)τηγανίστηκετηγανίστηκαν, τηγανιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τηγανίσει
έχω τηγανισμένο
έχουμε τηγανίσει
έχουμε τηγανισμένο
έχω τηγανιστεί
είμαι τηγανισμένος, -η
έχουμε τηγανιστεί
είμαστε τηγανισμένοι, -ες
έχεις τηγανίσει
έχεις τηγανισμένο
έχετε τηγανίσει
έχετε τηγανισμένο
έχεις τηγανιστεί
είσαι τηγανισμένος, -η
έχετε τηγανιστεί
είστε τηγανισμένοι, -ες
έχει τηγανίσει
έχει τηγανισμένο
έχουν τηγανίσει
έχουν τηγανισμένο
έχει τηγανιστεί
είναι τηγανισμένος, -η, -ο
έχουν τηγανιστεί
είναι τηγανισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τηγανίσει
είχα τηγανισμένο
είχαμε τηγανίσει
είχαμε τηγανισμένο
είχα τηγανιστεί
ήμουν τηγανισμένος, -η
είχαμε τηγανιστεί
ήμαστε τηγανισμένοι, -ες
είχες τηγανίσει
είχες τηγανισμένο
είχατε τηγανίσει
είχατε τηγανισμένο
είχες τηγανιστεί
ήσουν τηγανισμένος, -η
είχατε τηγανιστεί
ήσαστε τηγανισμένοι, -ες
είχε τηγανίσει
είχε τηγανισμένο
είχαν τηγανίσει
είχαν τηγανισμένο
είχε τηγανιστεί
ήταν τηγανισμένος, -η, -ο
είχαν τηγανιστεί
ήταν τηγανισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τηγανίζωθα τηγανίζουμε, θα τηγανίζομεθα τηγανίζομαιθα τηγανιζόμαστε
θα τηγανίζειςθα τηγανίζετεθα τηγανίζεσαιθα τηγανίζεστε, θα τηγανιζόσαστε
θα τηγανίζειθα τηγανίζουν(ε)θα τηγανίζεταιθα τηγανίζονται
Fut
ur
θα τηγανίσωθα τηγανίσουμε, θα τηγανίζομεθα τηγανιστώθα τηγανιστούμε
θα τηγανίσειςθα τηγανίσετεθα τηγανιστείςθα τηγανιστείτε
θα τηγανίσειθα τηγανίσουν(ε)θα τηγανιστείθα τηγανιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τηγανίσει
θα έχω τηγανισμένο
θα έχουμε τηγανίσει
θα έχουμε τηγανισμένο
θα έχω τηγανιστεί
θα είμαι τηγανισμένος, -η
θα έχουμε τηγανιστεί
θα είμαστε τηγανισμένοι, -ες
θα έχεις τηγανίσει
θα έχεις τηγανισμένο
θα έχετε τηγανίσει
θα έχετε τηγανισμένο
θα έχεις τηγανιστεί
θα είσαι τηγανισμένος, -η
θα έχετε τηγανιστεί
θα είστε τηγανισμένοι, -ες
θα έχει τηγανίσει
θα έχει τηγανισμένο
θα έχουν τηγανίσει
θα έχουν τηγανισμένο
θα έχει τηγανιστεί
θα είναι τηγανισμένος, -η, -ο
θα έχουν τηγανιστεί
θα είναι τηγανισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τηγανίζωνα τηγανίζουμε, να τηγανίζομενα τηγανίζομαινα τηγανιζόμαστε
να τηγανίζειςνα τηγανίζετενα τηγανίζεσαινα τηγανίζεστε, να τηγανιζόσαστε
να τηγανίζεινα τηγανίζουν(ε)να τηγανίζεταινα τηγανίζονται
Aoristνα τηγανίσωνα τηγανίσουμε, να τηγανίσομενα τηγανιστώνα τηγανιστούμε
να τηγανίσειςνα τηγανίσετενα τηγανιστείςνα τηγανιστείτε
να τηγανίσεινα τηγανίσουν(ε)να τηγανιστείνα τηγανιστούν(ε)
Perfνα έχω τηγανίσει
να έχω τηγανισμένο
να έχουμε τηγανίσει
να έχουμε τηγανισμένο
να έχω τηγανιστεί
να είμαι τηγανισμένος, -η
να έχουμε τηγανιστεί
να είμαστε τηγανισμένοι, -ες
να έχεις τηγανίσει
να έχεις τηγανισμένο
να έχετε τηγανίσει
να έχετε τηγανισμένο
να έχεις τηγανιστεί
να είσαι τηγανισμένος, -η
να έχετε τηγανιστεί
να είστε τηγανισμένοι, -ες
να έχει τηγανίσει
να έχει τηγανισμένο
να έχουν τηγανίσει
να έχουν τηγανισμένο
να έχει τηγανιστεί
να είναι τηγανισμένος, -η, -ο
να έχουν τηγανιστεί
να είναι τηγανισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτηγάνιζετηγανίζετετηγανίζεστε
Aoristτηγάνισετηγανίστετηγανίσουτηγανιστείτε
Part
izip
Presτηγανίζονταςτηγανιζόμενος
Perfέχοντας τηγανίσει, έχοντας τηγανισμένοτηγανισμένος, -η, -οτηγανισμένοι, -ες, -α
InfinAoristτηγανίσειτηγανιστεί









Griechische Definition zu τηγανίζω

τηγανίζω [tiγanízo] -ομαι : ψήνω κτ. σε τηγάνι με λάδι ή με βούτυρο: τηγανίζω κεφτέδες / κολοκυθάκια. Tα ψάρια δεν είναι καλά τηγανισμένα, είναι ατηγάνιστα.

[ελνστ. τηγανίζω (αρχ. ταγηνίζω)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback