συντονίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wir wollen jetzt abstimmen. | Καί τώρα θά ψηφίσουμε. Übersetzung nicht bestätigt |
Sollen wir darüber abstimmen, Senator? | Θα θέλατε vα θέσετε αυτό σε υποψηφιότητα, Γερουσιαστή; Übersetzung nicht bestätigt |
Wir werden abstimmen. | Συμφωνώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich darf mit abstimmen? | Μπορώ να ψηφίσω; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich sage Ihnen was, lassen Sie jemanden ein gutes Stück Butter kaufen und die Farbe darauf abstimmen. | Κάτι φωτεινό και λαμπερό. Αν θα στείλετε έναν από τους εργάτες σας στον παντοπώλη... για 1 λίβρα από το πιο καλό βούτυρο κι ταιριάξει δεν θα κάνετε λάθος! Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stimme ab | ||
du | stimmst ab | |||
er, sie, es | stimmt ab | |||
Präteritum | ich | stimmte ab | ||
Konjunktiv II | ich | stimmte ab | ||
Imperativ | Singular | stimm ab! | ||
Plural | stimmt ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgestimmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abstimmen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συντονίζω | συντονίζουμε, συντονίζομε | συντονίζομαι | συντονιζόμαστε |
συντονίζεις | συντονίζετε | συντονίζεσαι | συντονίζεστε, συντονιζόσαστε | ||
συντονίζει | συντονίζουν(ε) | συντονίζεται | συντονίζονται | ||
Imper fekt | συντόνιζα | συντονίζαμε | συντονιζόμουν(α) | συντονιζόμαστε, συντονιζόμασταν | |
συντόνιζες | συντονίζατε | συντονιζόσουν(α) | συντονιζόσαστε, συντονιζόσασταν | ||
συντόνιζε | συντόνιζαν, συντονίζαν(ε) | συντονιζόταν(ε) | συντονίζονταν, συντονιζόντανε, συντονιζόντουσαν | ||
Aorist | συντόνισα | συντονίσαμε | συντονίστηκα | συντονιστήκαμε | |
συντόνισες | συντονίσατε | συντονίστηκες | συντονιστήκατε | ||
συντόνισε | συντόνισαν, συντονίσαν(ε) | συντονίστηκε | συντονίστηκαν, συντονιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω συντονίσει έχω συντονισμένο | έχουμε συντονίσει έχουμε συντονισμένο | έχω συντονιστεί είμαι συντονισμένος, -η | έχουμε συντονιστεί είμαστε συντονισμένοι, -ες | |
έχεις συντονίσει έχεις συντονισμένο | έχετε συντονίσει έχετε συντονισμένο | έχεις συντονιστεί είσαι συντονισμένος, -η | έχετε συντονιστεί είστε συντονισμένοι, -ες | ||
έχει συντονίσει έχει συντονισμένο | έχουν συντονίσει έχουν συντονισμένο | έχει συντονιστεί είναι συντονισμένος, -η, -ο | έχουν συντονιστεί είναι συντονισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα συντονίσει είχα συντονισμένο | είχαμε συντονίσει είχαμε συντονισμένο | είχα συντονιστεί ήμουν συντονισμένος, -η | είχαμε συντονιστεί ήμαστε συντονισμένοι, -ες | |
είχες συντονίσει είχες συντονισμένο | είχατε συντονίσει είχατε συντονισμένο | είχες συντονιστεί ήσουν συντονισμένος, -η | είχατε συντονιστεί ήσαστε συντονισμένοι, -ες | ||
είχε συντονίσει είχε συντονισμένο | είχαν συντονίσει είχαν συντονισμένο | είχε συντονιστεί ήταν συντονισμένος, -η, -ο | είχαν συντονιστεί ήταν συντονισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συντονίζω | θα συντονίζουμε, | θα συντονίζομαι | θα συντονιζόμαστε | |
θα συντονίζεις | θα συντονίζετε | θα συντονίζεσαι | θα συντονίζεστε, | ||
θα συντονίζει | θα συντονίζουν(ε) | θα συντονίζεται | θα συντονίζονται | ||
Fut ur | θα συντονίσω | θα συντονίσουμε, | θα συντονιστώ | θα συντονιστούμε | |
θα συντονίσεις | θα συντονίσετε | θα συντονιστείς | θα συντονιστείτε | ||
θα συντονίσει | θα συντονίσουν(ε) | θα συντονιστεί | θα συντονιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συντονίζω | να συντονίζουμε, | να συντονίζομαι | να συντονιζόμαστε |
να συντονίζεις | να συντονίζετε | να συντονίζεσαι | να συντονίζεστε, | ||
να συντονίζει | να συντονίζουν(ε) | να συντονίζεται | να συντονίζονται | ||
Aorist | να συντονίσω | να συντονίσουμε, | να συντονιστώ | να συντονιστούμε | |
να συντονίσεις | να συντονίσετε | να συντονιστείς | να συντονιστείτε | ||
να συντονίσει | να συντονίσουν(ε) | να συντονιστεί | να συντονιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω συντονίσει | να έχουμε συντονίσει | να έχω συντονιστεί | να έχουμε συντονιστεί | |
να έχεις συντονίσει | να έχετε συντονίσει | να έχεις συντονιστεί | να έχετε συντονιστεί | ||
να έχει συντονίσει | να έχουν συντονίσει | να έχει συντονιστεί | να έχουν συντονιστεί | ||
Imper ativ | Pres | συντόνιζε | συντονίζετε | συντονίζεστε | |
Aorist | συντόνισε | συντονίστε | συντονίσου | συντονιστείτε | |
Part izip | Pres | συντονίζοντας | συντονιζόμενος | ||
Perf | έχοντας συντονίσει, έχοντας συντονισμένο | συντονισμένος, -η, -ο | συντονισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συντονίσει | συντονιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.