συντονίζω Verb  [sintonizo, syntonizw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)

Etymologie zu συντονίζω

συντονίζω (entlehnt aus) französisch syntoniser altgriechisch σύντονος σύν + τόνος τείνω


GriechischDeutsch
Θα συντονίζω ημερίδες ενημέρωσης για τον καρκίνο σε τρεις πόλεις.Ich werde Krebsläufe in drei verschiedenen Städten koordinieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Θα είμαι κι εγώ έξω για να συντονίζω τα πάντα.Ich werde dort sein, um alle Aktionen zu koordinieren, also...

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συντονίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συντονίζωσυντονίζουμε, συντονίζομεσυντονίζομαισυντονιζόμαστε
συντονίζειςσυντονίζετεσυντονίζεσαισυντονίζεστε, συντονιζόσαστε
συντονίζεισυντονίζουν(ε)συντονίζεταισυντονίζονται
Imper
fekt
συντόνιζασυντονίζαμεσυντονιζόμουν(α)συντονιζόμαστε, συντονιζόμασταν
συντόνιζεςσυντονίζατεσυντονιζόσουν(α)συντονιζόσαστε, συντονιζόσασταν
συντόνιζεσυντόνιζαν, συντονίζαν(ε)συντονιζόταν(ε)συντονίζονταν, συντονιζόντανε, συντονιζόντουσαν
Aoristσυντόνισασυντονίσαμεσυντονίστηκασυντονιστήκαμε
συντόνισεςσυντονίσατεσυντονίστηκεςσυντονιστήκατε
συντόνισεσυντόνισαν, συντονίσαν(ε)συντονίστηκεσυντονίστηκαν, συντονιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συντονίσει
έχω συντονισμένο
έχουμε συντονίσει
έχουμε συντονισμένο
έχω συντονιστεί
είμαι συντονισμένος, -η
έχουμε συντονιστεί
είμαστε συντονισμένοι, -ες
έχεις συντονίσει
έχεις συντονισμένο
έχετε συντονίσει
έχετε συντονισμένο
έχεις συντονιστεί
είσαι συντονισμένος, -η
έχετε συντονιστεί
είστε συντονισμένοι, -ες
έχει συντονίσει
έχει συντονισμένο
έχουν συντονίσει
έχουν συντονισμένο
έχει συντονιστεί
είναι συντονισμένος, -η, -ο
έχουν συντονιστεί
είναι συντονισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συντονίσει
είχα συντονισμένο
είχαμε συντονίσει
είχαμε συντονισμένο
είχα συντονιστεί
ήμουν συντονισμένος, -η
είχαμε συντονιστεί
ήμαστε συντονισμένοι, -ες
είχες συντονίσει
είχες συντονισμένο
είχατε συντονίσει
είχατε συντονισμένο
είχες συντονιστεί
ήσουν συντονισμένος, -η
είχατε συντονιστεί
ήσαστε συντονισμένοι, -ες
είχε συντονίσει
είχε συντονισμένο
είχαν συντονίσει
είχαν συντονισμένο
είχε συντονιστεί
ήταν συντονισμένος, -η, -ο
είχαν συντονιστεί
ήταν συντονισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συντονίζωθα συντονίζουμε, θα συντονίζομεθα συντονίζομαιθα συντονιζόμαστε
θα συντονίζειςθα συντονίζετεθα συντονίζεσαιθα συντονίζεστε, θα συντονιζόσαστε
θα συντονίζειθα συντονίζουν(ε)θα συντονίζεταιθα συντονίζονται
Fut
ur
θα συντονίσωθα συντονίσουμε, θα συντονίζομεθα συντονιστώθα συντονιστούμε
θα συντονίσειςθα συντονίσετεθα συντονιστείςθα συντονιστείτε
θα συντονίσειθα συντονίσουν(ε)θα συντονιστείθα συντονιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συντονίσει
θα έχω συντονισμένο
θα έχουμε συντονίσει
θα έχουμε συντονισμένο
θα έχω συντονιστεί
θα είμαι συντονισμένος, -η
θα έχουμε συντονιστεί
θα είμαστε συντονισμένοι, -ες
θα έχεις συντονίσει
θα έχεις συντονισμένο
θα έχετε συντονίσει
θα έχετε συντονισμένο
θα έχεις συντονιστεί
θα είσαι συντονισμένος, -η
θα έχετε συντονιστεί
θα είστε συντονισμένοι, -ες
θα έχει συντονίσει
θα έχει συντονισμένο
θα έχουν συντονίσει
θα έχουν συντονισμένο
θα έχει συντονιστεί
θα είναι συντονισμένος, -η, -ο
θα έχουν συντονιστεί
θα είναι συντονισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συντονίζωνα συντονίζουμε, να συντονίζομενα συντονίζομαινα συντονιζόμαστε
να συντονίζειςνα συντονίζετενα συντονίζεσαινα συντονίζεστε, να συντονιζόσαστε
να συντονίζεινα συντονίζουν(ε)να συντονίζεταινα συντονίζονται
Aoristνα συντονίσωνα συντονίσουμε, να συντονίσομενα συντονιστώνα συντονιστούμε
να συντονίσειςνα συντονίσετενα συντονιστείςνα συντονιστείτε
να συντονίσεινα συντονίσουν(ε)να συντονιστείνα συντονιστούν(ε)
Perfνα έχω συντονίσει
να έχω συντονισμένο
να έχουμε συντονίσει
να έχουμε συντονισμένο
να έχω συντονιστεί
να είμαι συντονισμένος, -η
να έχουμε συντονιστεί
να είμαστε συντονισμένοι, -ες
να έχεις συντονίσει
να έχεις συντονισμένο
να έχετε συντονίσει
να έχετε συντονισμένο
να έχεις συντονιστεί
να είσαι συντονισμένος, -η
να έχετε συντονιστεί
να είστε συντονισμένοι, -ες
να έχει συντονίσει
να έχει συντονισμένο
να έχουν συντονίσει
να έχουν συντονισμένο
να έχει συντονιστεί
να είναι συντονισμένος, -η, -ο
να έχουν συντονιστεί
να είναι συντονισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυντόνιζεσυντονίζετεσυντονίζεστε
Aoristσυντόνισεσυντονίστεσυντονίσουσυντονιστείτε
Part
izip
Presσυντονίζονταςσυντονιζόμενος
Perfέχοντας συντονίσει, έχοντας συντονισμένοσυντονισμένος, -η, -οσυντονισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυντονίσεισυντονιστεί







Griechische Definition zu συντονίζω

συντονίζω [sindonízo] -ομαι μππ. συντονισμένος* : 1.κατευθύνω δραστηριότητες, που προέρχονται από διαφορετικά άτομα ή φορείς, προς έναν κοινό στόχο, με τέτοιο τρόπο ώστε η μία δραστηριότητα να συμπληρώνει την άλλη ή να τη συνεχίζει: Ο επικεφαλής της ομάδας συντονίζει το έργο της διάσωσης των ναυαγών. Mε συντονισμένες προσπάθειες των πυροσβεστών σβήστηκε η πυρκαγιά. Tο κυβερνητικό έργο συντονίζεται από τα αρμόδια υπουργεία. || Tις τηλεοπτικές συζητήσεις τις συντονίζουν γνωστοί δημοσιογράφοι, διευθύνουν. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback