συντονίζω (entlehnt aus) französisch syntoniser altgriechisch σύντονος σύν + τόνος τείνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Θα συντονίζω ημερίδες ενημέρωσης για τον καρκίνο σε τρεις πόλεις. | Ich werde Krebsläufe in drei verschiedenen Städten koordinieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Θα είμαι κι εγώ έξω για να συντονίζω τα πάντα. | Ich werde dort sein, um alle Aktionen zu koordinieren, also... Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
abstimmen |
voten |
stimmen |
votieren |
koordinieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συντονίζω | συντονίζουμε, συντονίζομε | συντονίζομαι | συντονιζόμαστε |
συντονίζεις | συντονίζετε | συντονίζεσαι | συντονίζεστε, συντονιζόσαστε | ||
συντονίζει | συντονίζουν(ε) | συντονίζεται | συντονίζονται | ||
Imper fekt | συντόνιζα | συντονίζαμε | συντονιζόμουν(α) | συντονιζόμαστε, συντονιζόμασταν | |
συντόνιζες | συντονίζατε | συντονιζόσουν(α) | συντονιζόσαστε, συντονιζόσασταν | ||
συντόνιζε | συντόνιζαν, συντονίζαν(ε) | συντονιζόταν(ε) | συντονίζονταν, συντονιζόντανε, συντονιζόντουσαν | ||
Aorist | συντόνισα | συντονίσαμε | συντονίστηκα | συντονιστήκαμε | |
συντόνισες | συντονίσατε | συντονίστηκες | συντονιστήκατε | ||
συντόνισε | συντόνισαν, συντονίσαν(ε) | συντονίστηκε | συντονίστηκαν, συντονιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω συντονίσει έχω συντονισμένο | έχουμε συντονίσει έχουμε συντονισμένο | έχω συντονιστεί είμαι συντονισμένος, -η | έχουμε συντονιστεί είμαστε συντονισμένοι, -ες | |
έχεις συντονίσει έχεις συντονισμένο | έχετε συντονίσει έχετε συντονισμένο | έχεις συντονιστεί είσαι συντονισμένος, -η | έχετε συντονιστεί είστε συντονισμένοι, -ες | ||
έχει συντονίσει έχει συντονισμένο | έχουν συντονίσει έχουν συντονισμένο | έχει συντονιστεί είναι συντονισμένος, -η, -ο | έχουν συντονιστεί είναι συντονισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα συντονίσει είχα συντονισμένο | είχαμε συντονίσει είχαμε συντονισμένο | είχα συντονιστεί ήμουν συντονισμένος, -η | είχαμε συντονιστεί ήμαστε συντονισμένοι, -ες | |
είχες συντονίσει είχες συντονισμένο | είχατε συντονίσει είχατε συντονισμένο | είχες συντονιστεί ήσουν συντονισμένος, -η | είχατε συντονιστεί ήσαστε συντονισμένοι, -ες | ||
είχε συντονίσει είχε συντονισμένο | είχαν συντονίσει είχαν συντονισμένο | είχε συντονιστεί ήταν συντονισμένος, -η, -ο | είχαν συντονιστεί ήταν συντονισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συντονίζω | θα συντονίζουμε, | θα συντονίζομαι | θα συντονιζόμαστε | |
θα συντονίζεις | θα συντονίζετε | θα συντονίζεσαι | θα συντονίζεστε, | ||
θα συντονίζει | θα συντονίζουν(ε) | θα συντονίζεται | θα συντονίζονται | ||
Fut ur | θα συντονίσω | θα συντονίσουμε, | θα συντονιστώ | θα συντονιστούμε | |
θα συντονίσεις | θα συντονίσετε | θα συντονιστείς | θα συντονιστείτε | ||
θα συντονίσει | θα συντονίσουν(ε) | θα συντονιστεί | θα συντονιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συντονίζω | να συντονίζουμε, | να συντονίζομαι | να συντονιζόμαστε |
να συντονίζεις | να συντονίζετε | να συντονίζεσαι | να συντονίζεστε, | ||
να συντονίζει | να συντονίζουν(ε) | να συντονίζεται | να συντονίζονται | ||
Aorist | να συντονίσω | να συντονίσουμε, | να συντονιστώ | να συντονιστούμε | |
να συντονίσεις | να συντονίσετε | να συντονιστείς | να συντονιστείτε | ||
να συντονίσει | να συντονίσουν(ε) | να συντονιστεί | να συντονιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω συντονίσει | να έχουμε συντονίσει | να έχω συντονιστεί | να έχουμε συντονιστεί | |
να έχεις συντονίσει | να έχετε συντονίσει | να έχεις συντονιστεί | να έχετε συντονιστεί | ||
να έχει συντονίσει | να έχουν συντονίσει | να έχει συντονιστεί | να έχουν συντονιστεί | ||
Imper ativ | Pres | συντόνιζε | συντονίζετε | συντονίζεστε | |
Aorist | συντόνισε | συντονίστε | συντονίσου | συντονιστείτε | |
Part izip | Pres | συντονίζοντας | συντονιζόμενος | ||
Perf | έχοντας συντονίσει, έχοντας συντονισμένο | συντονισμένος, -η, -ο | συντονισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συντονίσει | συντονιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | koordiniere | ||
du | koordinierst | |||
er, sie, es | koordiniert | |||
Präteritum | ich | koordinierte | ||
Konjunktiv II | ich | koordinierte | ||
Imperativ | Singular | koordiniere! koordinier! | ||
Plural | koordiniert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
koordiniert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:koordinieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stimme ab | ||
du | stimmst ab | |||
er, sie, es | stimmt ab | |||
Präteritum | ich | stimmte ab | ||
Konjunktiv II | ich | stimmte ab | ||
Imperativ | Singular | stimm ab! | ||
Plural | stimmt ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgestimmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abstimmen |
συντονίζω [sindonízo] -ομαι μππ. συντονισμένος* : 1.κατευθύνω δραστηριότητες, που προέρχονται από διαφορετικά άτομα ή φορείς, προς έναν κοινό στόχο, με τέτοιο τρόπο ώστε η μία δραστηριότητα να συμπληρώνει την άλλη ή να τη συνεχίζει: Ο επικεφαλής της ομάδας συντονίζει το έργο της διάσωσης των ναυαγών. Mε συντονισμένες προσπάθειες των πυροσβεστών σβήστηκε η πυρκαγιά. Tο κυβερνητικό έργο συντονίζεται από τα αρμόδια υπουργεία. || Tις τηλεοπτικές συζητήσεις τις συντονίζουν γνωστοί δημοσιογράφοι, διευθύνουν. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.