abreißen
 Verb

κατεδαφίζω Verb
(0)
κρεμίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn Sie mir nicht den Kopf abreißen, möchte ich mich bedanken.Αν δεν με μαλώσεις, θα 'θελα να σ' ευχαριστήσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Er möchte die Kirche abreißen und einen Parkplatz draus machen.Θέλει να γκρεμίσει την εκκλησία και να φτιάξει πάρκινγκ.

Übersetzung nicht bestätigt

Soll ich es mit einem Ruck abreißen?Να το τραβήξω απότομα με τη μία;

Übersetzung nicht bestätigt

Haben Sie ihn das Haus abreißen lassen?-Άφησες τον ηλίθιο να κατεδαφίσει το σπίτι;

Übersetzung nicht bestätigt

Du hast ein Haus abreißen lassen, ohne die Erlaubnis des Mannes, auf den die Hypothek läuft.Σε σαφή, συνοπτικά αγγλικά, γκρεμίσατε ένα σπίτι... του οποίου την υποθήκη την έχει άλλος χωρίς να πάρετε την άδειά του.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατεδαφίζωκατεδαφίζουμε, κατεδαφίζομεκατεδαφίζομαικατεδαφιζόμαστε
κατεδαφίζειςκατεδαφίζετεκατεδαφίζεσαικατεδαφίζεστε, κατεδαφιζόσαστε
κατεδαφίζεικατεδαφίζουν(ε)κατεδαφίζεταικατεδαφίζονται
Imper
fekt
κατεδάφιζακατεδαφίζαμεκατεδαφιζόμουν(α)κατεδαφιζόμαστε, κατεδαφιζόμασταν
κατεδάφιζεςκατεδαφίζατεκατεδαφιζόσουν(α)κατεδαφιζόσαστε, κατεδαφιζόσασταν
κατεδάφιζεκατεδάφιζαν, κατεδαφίζαν(ε)κατεδαφιζόταν(ε)κατεδαφίζονταν, κατεδαφιζόντανε, κατεδαφιζόντουσαν
Aoristκατεδάφισακατεδαφίσαμεκατεδαφίστηκακατεδαφιστήκαμε
κατεδάφισεςκατεδαφίσατεκατεδαφίστηκεςκατεδαφιστήκατε
κατεδάφισεκατεδάφισαν, κατεδαφίσαν(ε)κατεδαφίστηκεκατεδαφίστηκαν, κατεδαφιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κατεδαφίσει
έχω κατεδαφισμένο
έχουμε κατεδαφίσει
έχουμε κατεδαφισμένο
έχω κατεδαφιστεί
είμαι κατεδαφισμένος, -η
έχουμε κατεδαφιστεί
είμαστε κατεδαφισμένοι, -ες
έχεις κατεδαφίσει
έχεις κατεδαφισμένο
έχετε κατεδαφίσει
έχετε κατεδαφισμένο
έχεις κατεδαφιστεί
είσαι κατεδαφισμένος, -η
έχετε κατεδαφιστεί
είστε κατεδαφισμένοι, -ες
έχει κατεδαφίσει
έχει κατεδαφισμένο
έχουν κατεδαφίσει
έχουν κατεδαφισμένο
έχει κατεδαφιστεί
είναι κατεδαφισμένος, -η, -ο
έχουν κατεδαφιστεί
είναι κατεδαφισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κατεδαφίσει
είχα κατεδαφισμένο
είχαμε κατεδαφίσει
είχαμε κατεδαφισμένο
είχα κατεδαφιστεί
ήμουν κατεδαφισμένος, -η
είχαμε κατεδαφιστεί
ήμαστε κατεδαφισμένοι, -ες
είχες κατεδαφίσει
είχες κατεδαφισμένο
είχατε κατεδαφίσει
είχατε κατεδαφισμένο
είχες κατεδαφιστεί
ήσουν κατεδαφισμένος, -η
είχατε κατεδαφιστεί
ήσαστε κατεδαφισμένοι, -ες
είχε κατεδαφίσει
είχε κατεδαφισμένο
είχαν κατεδαφίσει
είχαν κατεδαφισμένο
είχε κατεδαφιστεί
ήταν κατεδαφισμένος, -η, -ο
είχαν κατεδαφιστεί
ήταν κατεδαφισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατεδαφίζωθα κατεδαφίζουμε, θα κατεδαφίζομεθα κατεδαφίζομαιθα κατεδαφιζόμαστε
θα κατεδαφίζειςθα κατεδαφίζετεθα κατεδαφίζεσαιθα κατεδαφίζεστε, θα κατεδαφιζόσαστε
θα κατεδαφίζειθα κατεδαφίζουν(ε)θα κατεδαφίζεταιθα κατεδαφίζονται
Fut
ur
θα κατεδαφίσωθα κατεδαφίσουμε, θα κατεδαφίζομεθα κατεδαφιστώθα κατεδαφιστούμε
θα κατεδαφίσειςθα κατεδαφίσετεθα κατεδαφιστείςθα κατεδαφιστείτε
θα κατεδαφίσειθα κατεδαφίσουν(ε)θα κατεδαφιστείθα κατεδαφιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατεδαφίσει
θα έχω κατεδαφισμένο
θα έχουμε κατεδαφίσει
θα έχουμε κατεδαφισμένο
θα έχω κατεδαφιστεί
θα είμαι κατεδαφισμένος, -η
θα έχουμε κατεδαφιστεί
θα είμαστε κατεδαφισμένοι, -ες
θα έχεις κατεδαφίσει
θα έχεις κατεδαφισμένο
θα έχετε κατεδαφίσει
θα έχετε κατεδαφισμένο
θα έχεις κατεδαφιστεί
θα είσαι κατεδαφισμένος, -η
θα έχετε κατεδαφιστεί
θα είστε κατεδαφισμένοι, -ες
θα έχει κατεδαφίσει
θα έχει κατεδαφισμένο
θα έχουν κατεδαφίσει
θα έχουν κατεδαφισμένο
θα έχει κατεδαφιστεί
θα είναι κατεδαφισμένος, -η, -ο
θα έχουν κατεδαφιστεί
θα είναι κατεδαφισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατεδαφίζωνα κατεδαφίζουμε, να κατεδαφίζομενα κατεδαφίζομαινα κατεδαφιζόμαστε
να κατεδαφίζειςνα κατεδαφίζετενα κατεδαφίζεσαινα κατεδαφίζεστε, να κατεδαφιζόσαστε
να κατεδαφίζεινα κατεδαφίζουν(ε)να κατεδαφίζεταινα κατεδαφίζονται
Aoristνα κατεδαφίσωνα κατεδαφίσουμε, να κατεδαφίσομενα κατεδαφιστώνα κατεδαφιστούμε
να κατεδαφίσειςνα κατεδαφίσετενα κατεδαφιστείςνα κατεδαφιστείτε
να κατεδαφίσεινα κατεδαφίσουν(ε)να κατεδαφιστείνα κατεδαφιστούν(ε)
Perfνα έχω κατεδαφίσει
να έχω κατεδαφισμένο
να έχουμε κατεδαφίσει
να έχουμε κατεδαφισμένο
να έχω κατεδαφιστεί
να είμαι κατεδαφισμένος, -η
να έχουμε κατεδαφιστεί
να είμαστε κατεδαφισμένοι, -ες
να έχεις κατεδαφίσει
να έχεις κατεδαφισμένο
να έχετε κατεδαφίσει
να έχετε κατεδαφισμένο
να έχεις κατεδαφιστεί
να είσαι κατεδαφισμένος, -η
να έχετε κατεδαφιστεί
να είστε κατεδαφισμένοι, -ες
να έχει κατεδαφίσει
να έχει κατεδαφισμένο
να έχουν κατεδαφίσει
να έχουν κατεδαφισμένο
να έχει κατεδαφιστεί
να είναι κατεδαφισμένος, -η, -ο
να έχουν κατεδαφιστεί
να είναι κατεδαφισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατεδάφιζεκατεδαφίζετεκατεδαφίζεστε
Aoristκατεδάφισεκατεδαφίστεκατεδαφίσουκατεδαφιστείτε
Part
izip
Presκατεδαφίζονταςκατεδαφιζόμενος
Perfέχοντας κατεδαφίσει, έχοντας κατεδαφισμένοκατεδαφισμένος, -η, -οκατεδαφισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκατεδαφίσεικατεδαφιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback