κατεδαφίζω mittelgriechisch κατεδαφίζω κατ(α)- + mittelgriechisch και altgriechisch ἐδαφίζω ("ρίχνω στο έδαφος"). Αναλύεται σε κατ(α)- + έδαφ(ος) + -ίζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
abreißen |
wegreißen |
rückbauen |
zurückbauen |
dem Erdboden gleichmachen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κατεδαφίζω | κατεδαφίζουμε, κατεδαφίζομε | κατεδαφίζομαι | κατεδαφιζόμαστε |
κατεδαφίζεις | κατεδαφίζετε | κατεδαφίζεσαι | κατεδαφίζεστε, κατεδαφιζόσαστε | ||
κατεδαφίζει | κατεδαφίζουν(ε) | κατεδαφίζεται | κατεδαφίζονται | ||
Imper fekt | κατεδάφιζα | κατεδαφίζαμε | κατεδαφιζόμουν(α) | κατεδαφιζόμαστε, κατεδαφιζόμασταν | |
κατεδάφιζες | κατεδαφίζατε | κατεδαφιζόσουν(α) | κατεδαφιζόσαστε, κατεδαφιζόσασταν | ||
κατεδάφιζε | κατεδάφιζαν, κατεδαφίζαν(ε) | κατεδαφιζόταν(ε) | κατεδαφίζονταν, κατεδαφιζόντανε, κατεδαφιζόντουσαν | ||
Aorist | κατεδάφισα | κατεδαφίσαμε | κατεδαφίστηκα | κατεδαφιστήκαμε | |
κατεδάφισες | κατεδαφίσατε | κατεδαφίστηκες | κατεδαφιστήκατε | ||
κατεδάφισε | κατεδάφισαν, κατεδαφίσαν(ε) | κατεδαφίστηκε | κατεδαφίστηκαν, κατεδαφιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κατεδαφίσει έχω κατεδαφισμένο | έχουμε κατεδαφίσει έχουμε κατεδαφισμένο | έχω κατεδαφιστεί είμαι κατεδαφισμένος, -η | έχουμε κατεδαφιστεί είμαστε κατεδαφισμένοι, -ες | |
έχεις κατεδαφίσει έχεις κατεδαφισμένο | έχετε κατεδαφίσει έχετε κατεδαφισμένο | έχεις κατεδαφιστεί είσαι κατεδαφισμένος, -η | έχετε κατεδαφιστεί είστε κατεδαφισμένοι, -ες | ||
έχει κατεδαφίσει έχει κατεδαφισμένο | έχουν κατεδαφίσει έχουν κατεδαφισμένο | έχει κατεδαφιστεί είναι κατεδαφισμένος, -η, -ο | έχουν κατεδαφιστεί είναι κατεδαφισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα κατεδαφίσει είχα κατεδαφισμένο | είχαμε κατεδαφίσει είχαμε κατεδαφισμένο | είχα κατεδαφιστεί ήμουν κατεδαφισμένος, -η | είχαμε κατεδαφιστεί ήμαστε κατεδαφισμένοι, -ες | |
είχες κατεδαφίσει είχες κατεδαφισμένο | είχατε κατεδαφίσει είχατε κατεδαφισμένο | είχες κατεδαφιστεί ήσουν κατεδαφισμένος, -η | είχατε κατεδαφιστεί ήσαστε κατεδαφισμένοι, -ες | ||
είχε κατεδαφίσει είχε κατεδαφισμένο | είχαν κατεδαφίσει είχαν κατεδαφισμένο | είχε κατεδαφιστεί ήταν κατεδαφισμένος, -η, -ο | είχαν κατεδαφιστεί ήταν κατεδαφισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κατεδαφίζω | θα κατεδαφίζουμε, | θα κατεδαφίζομαι | θα κατεδαφιζόμαστε | |
θα κατεδαφίζεις | θα κατεδαφίζετε | θα κατεδαφίζεσαι | θα κατεδαφίζεστε, | ||
θα κατεδαφίζει | θα κατεδαφίζουν(ε) | θα κατεδαφίζεται | θα κατεδαφίζονται | ||
Fut ur | θα κατεδαφίσω | θα κατεδαφίσουμε, | θα κατεδαφιστώ | θα κατεδαφιστούμε | |
θα κατεδαφίσεις | θα κατεδαφίσετε | θα κατεδαφιστείς | θα κατεδαφιστείτε | ||
θα κατεδαφίσει | θα κατεδαφίσουν(ε) | θα κατεδαφιστεί | θα κατεδαφιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κατεδαφίζω | να κατεδαφίζουμε, | να κατεδαφίζομαι | να κατεδαφιζόμαστε |
να κατεδαφίζεις | να κατεδαφίζετε | να κατεδαφίζεσαι | να κατεδαφίζεστε, | ||
να κατεδαφίζει | να κατεδαφίζουν(ε) | να κατεδαφίζεται | να κατεδαφίζονται | ||
Aorist | να κατεδαφίσω | να κατεδαφίσουμε, | να κατεδαφιστώ | να κατεδαφιστούμε | |
να κατεδαφίσεις | να κατεδαφίσετε | να κατεδαφιστείς | να κατεδαφιστείτε | ||
να κατεδαφίσει | να κατεδαφίσουν(ε) | να κατεδαφιστεί | να κατεδαφιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κατεδαφίσει | να έχουμε κατεδαφίσει | να έχω κατεδαφιστεί | να έχουμε κατεδαφιστεί | |
να έχεις κατεδαφίσει | να έχετε κατεδαφίσει | να έχεις κατεδαφιστεί | να έχετε κατεδαφιστεί | ||
να έχει κατεδαφίσει | να έχουν κατεδαφίσει | να έχει κατεδαφιστεί | να έχουν κατεδαφιστεί | ||
Imper ativ | Pres | κατεδάφιζε | κατεδαφίζετε | κατεδαφίζεστε | |
Aorist | κατεδάφισε | κατεδαφίστε | κατεδαφίσου | κατεδαφιστείτε | |
Part izip | Pres | κατεδαφίζοντας | κατεδαφιζόμενος | ||
Perf | έχοντας κατεδαφίσει, έχοντας κατεδαφισμένο | κατεδαφισμένος, -η, -ο | κατεδαφισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κατεδαφίσει | κατεδαφιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | reiße ab | ||
du | reißt ab | |||
er, sie, es | reißt ab | |||
Präteritum | ich | riss ab | ||
Konjunktiv II | ich | risse ab | ||
Imperativ | Singular | reiß ab! | ||
Plural | reißt ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgerissen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abreißen |
κατεδαφίζω [kateδafízo] -ομαι : γκρεμίζω ένα κτίριο ή κάποια άλλη δομική κατασκευή, με τη βοήθεια των κατάλληλων μηχανημάτων και εργαλείων, έως ότου ισοπεδωθεί: Συνεργεία της πολεοδομίας κατεδάφισαν όλα τα αυθαίρετα κτίσματα. Οι παλιές μονοκατοικίες κατεδαφίστηκαν για να χτιστούν πολυκατοικίες. || καταστρέφω ολοσχερώς: Iσχυρός σεισμός κατεδάφισε την πόλη.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.