überlegen
 Verb

μελετώ Verb
(0)
αναλογίζομαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Das werden Sie sich noch überlegen!Δεν θα πάω πίσω.

Übersetzung nicht bestätigt

-Das werde ich mir nicht überlegen! Das sieht ihnen ähnlich!Θ' αλλάξεις γνώμη.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst dir was anderes überlegen!Πρέπει να σκεφτείς κάτι άλλο!

Übersetzung nicht bestätigt

Ah, vielleicht sollten wir Gardinen nähen und Plätzchen backen und überlegen, was wir zum Tanzfest im Country Klub anziehen.Σκέφτηκα να ράβαμε καμία κουρτίνα και να λέγαμε σαχλαμάρες ενώ θα σχεδιάζαμε τι θα φορέσουμε στον χορό του Σαββατόβραδου στη Λέσχη.

Übersetzung nicht bestätigt

Lass mich überlegen.-Ακριβώς.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μελετάω, μελετώμελετάμε, μελετούμεμελετιέμαι, μελετώμαιμελετιόμαστε, μελετόμαστε, μελετώμεθα
μελετάςμελετάτεμελετιέσαι, μελετάσαιμελετιέστε, μελετιόσαστε, μελετάστε, μελετάσθε
μελετάει, μελετάμελετάν(ε), μελετούν(ε)μελετιέται, μελετάταιμελετιούνται, μελετιόνται, μελετώνται
Imper
fekt
μελετούσα, μελέταγαμελετούσαμε, μελετάγαμεμελετιόμουν(α)μελετιόμαστε, μελετιόμασταν
μελετούσες, μελέταγεςμελετούσατε, μελετάγατεμελετιόσουν(α)μελετιόσαστε, μελετιόσασταν
μελετούσε, μελέταγεμελετούσαν(ε), μελέταγαν, μελετάγανεμελετιόταν(ε)μελετιόνταν(ε), μελετιούνταν, μελετιόντουσαν
Aoristμελέτησαμελετήσαμεμελετήθηκαμελετηθήκαμε
μελέτησεςμελετήσατεμελετήθηκεςμελετηθήκατε
μελέτησεμελέτησαν, μελετήσαν(ε)μελετήθηκεμελετήθηκαν, μελετηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω μελετήσει
έχω μελετημένο
έχουμε μελετήσει
έχουμε μελετημένο
έχω μελετηθεί
είμαι μελετημένος, -η
έχουμε μελετηθεί
είμαστε μελετημένοι, -ες
έχεις μελετήσει
έχεις μελετημένο
έχετε μελετήσει
έχετε μελετημένο
έχεις μελετηθεί
είσαι μελετημένος, -η
έχετε μελετηθεί
είστε μελετημένοι, -ες
έχει μελετήσει
έχει μελετημένο
έχουν μελετήσει
έχουν μελετημένο
έχει μελετηθεί
είναι μελετημένος, -η, -ο
έχουν μελετηθεί
είναι μελετημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα μελετήσει
είχα μελετημένο
είχαμε μελετήσει
είχαμε μελετημένο
είχα μελετηθεί
ήμουν μελετημένος, -η
είχαμε μελετηθεί
ήμαστε μελετημένοι, -ες
είχες μελετήσει
είχες μελετημένο
είχατε μελετήσει
είχατε μελετημένο
είχες μελετηθεί
ήσουν μελετημένος, -η
είχατε μελετηθεί
ήσαστε μελετημένοι, -ες
είχε μελετήσει
είχε μελετημένο
είχαν μελετήσει
είχαν μελετημένο
είχε μελετηθεί
ήταν μελετημένος, -η, -ο
είχαν μελετηθεί
ήταν μελετημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μελετάω, θα μελετώθα μελετάμε, θα μελετούμεθα μελετιέμαι, θα μελετώμαιθα μελετιόμαστε, θα μελετόμαστε, θα μελετώμεθα
θα μελετάςθα μελετάτεθα μελετιέσαι, θα μελετάσαιθα μελετιέστε, θα μελετιόσαστε, θα μελετάστε, θα μελετάσθε
θα μελετάει, θα μελετάθα μελετάν(ε), θα μελετούν(ε)θα μελετιέται, θα μελετάταιθα μελετιούνται, θα μελετιόνται, θα μελετώνται
Fut
ur
θα μελετήσωθα μελετήσουμε, θα μελετήσομεθα μελετηθώθα μελετηθούμε
θα μελετήσειςθα μελετήσετεθα μελετηθείςθα μελετηθείτε
θα μελετήσειθα μελετήσουν(ε)θα μελετηθείθα μελετηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μελετήσει
θα έχω μελετημένο
θα έχουμε μελετήσει
θα έχουμε μελετημένο
θα έχω μελετηθεί
θα είμαι μελετημένος, -η
θα έχουμε μελετηθεί
θα είμαστε μελετημένοι, -ες
θα έχεις μελετήσει
θα έχεις μελετημένο
θα έχετε μελετήσει
θα έχετε μελετημένο
θα έχεις μελετηθεί
θα είσαι μελετημένος, -η
θα έχετε μελετηθεί
θα είστε μελετημένοι, -ες
θα έχει μελετήσει
θα έχει μελετημένο
θα έχουν μελετήσει
θα έχουν μελετημένο
θα έχει μελετηθεί
θα είναι μελετημένος, -η, -ο
θα έχουν μελετηθεί
θα είναι μελετημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μελετάω, να μελετώνα μελετάμε, να μελετούμενα μελετιέμαι, να μελετώμαινα μελετιόμαστε, να μελετόμαστε, να μελετώμεθα
να μελετάςνα μελετάτενα μελετιέσαι, να μελετάσαινα μελετιέστε, να μελετιόσαστε, να μελετάστε, να μελετάσθε
να μελετάει, να μελετάνα μελετάν(ε), να μελετούν(ε)να μελετιέται, να μελετάταινα μελετιούνται, να μελετιόνται, να μελετώνται
Aoristνα μελετήσωνα μελετήσουμε, να μελετήσομενα μελετηθώνα μελετηθούμε
να μελετήσειςνα μελετήσετενα μελετηθείςνα μελετηθείτε
να μελετήσεινα μελετήσουν(ε)να μελετηθείνα μελετηθούν(ε)
Perfνα έχω μελετήσει
να έχω μελετημένο
να έχουμε μελετήσει
να έχουμε μελετημένο
να έχω μελετηθεί
να είμαι μελετημένος, -η
να έχουμε μελετηθεί
να είμαστε μελετημένοι, -ες
να έχεις μελετήσει
να έχεις μελετημένο
να έχετε μελετήσει
να έχετε μελετημένο
να έχεις μελετηθεί
να είσαι μελετημένος, -η
να έχετε μελετηθεί
να είστε μελετημένοι, -η
να έχει μελετήσει
να έχει μελετημένο
να έχουν μελετήσει
να έχουν μελετημένο
να έχει μελετηθεί
να είναι μελετημένος, -η, -ο
να έχουν μελετηθεί
να είναι μελετημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμελέτα, μελέταγεμελετάτεμελετιέστε, μελετάστε, μελετάσθε
Aoristμελέτησε, μελέταμελετήστεμελετήσουμελετηθείτε
Part
izip
Presμελετώνταςμελετώμενος
Perfέχοντας μελετήσει, έχοντας μελετημένομελετημένος, -η, -ομελετημένοι, -ες, -α
InfinAoristμελετήσειμελετηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback