merken
 Verb

θυμάμαι Verb
(202)
αντιλαμβάνομαι Verb
(1)
παρατηρώ Verb
(1)
θυμούμαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Dozent ist wirklich herauszufinden, die kleinste in den Schulen, aber wir gingen aber jedes Mal die Renditen mehr bestimmt nie zum Leben machen miserabel für die um ihn herum dauerte fünfzehn planen wir wieder in der Gerichtshof die oder zu Europa ist es wieder uh ... bedeuten das hält ihn nicht haben keine Mühe mit, dass aber für länger als ich merken 10 Jahre alt, als er bekam eine Bewegung Immun Aufmerksamkeit auf die Tatsache, dass für gleichen, und er war etwa zehn ich denke, und fünfzehn ein dann und Sie werden alle fünf Transistoren zwölf monrovia halten dieses Mal animierte Interview Lösegeld Wiederherstellung Projekt gegen einen Mann elastischen überhaupt die moralische starren ihn abholen Ich bekam einen Anruf von einem seiner Nachbarn dass er Foto der Mädchen mit ein anderes Kind wiederherstellen hanging out arbeitenΕυρώπη ώστε να είναι και πάλι uh ... εννοώ που κατέχει αυτόν δεν έχουν δεν έχουν πρόβλημα με αυτό, αλλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό, τι i can θυμάμαι δέκα ετών όταν πήρε μια κίνηση ανοσολογική προσοχή στο γεγονός ότι, για ίδιο και ήταν περίπου δέκα υποθέτω και δεκαπέντε μια τότε και εσείς θα τα πέντε τρανζίστορ δώδεκα Μονρόβια κρατώντας αυτή τη φορά κινούμενα λύτρα συνέντευξη αποκατάσταση του έργου κατά ένα ελαστικό άνθρωπος καθόλου την ηθική άκαμπτο τον πάρει πήρα ένα τηλεφώνημα από έναν από τους γείτονές του ότι ήταν φωτογραφία των κοριτσιών με ένα άλλο παιδί ανακτήσει τους κρέμεται έξω εργασίας

Übersetzung nicht bestätigt

ROMEO Ich stehe hier bis du es merken.ROMEO Επιτρέψτε μου να βρίσκομαι εδώ μέχρι εσύ το θυμάμαι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θυμάμαι, θυμούμαιθυμόμαστε, θυμούμαστε
θυμάσαιθυμάστε, θυμόσαστε
θυμάταιθυμούνται, θυμόνται
Imper
fekt
θυμόμουν(α)θυμόμαστε, θυμούμαστε, θυμόμασταν
θυμόσουν(α)θυμόσαστε, θυμόσασταν
θυμόταν(ε)θυμόνταν(ε), θυμούνταν, θυμόντουσαν
Aoristθυμήθηκα θυμηθήκαμε
θυμήθηκεςθυμηθήκατε
θυμήθηκεθυμήθηκαν, θυμηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω θυμηθεί
είμαι θυμισμένος, -η
έχουμε θυμηθεί
είμαστε θυμισμένοι, -ες
έχεις θυμηθεί
είσαι θυμισμένος, -η
έχετε θυμηθεί
είστε θυμισμένοι, -ες
έχει θυμηθεί
είναι θυμισμένος, -η, -ο
έχουν θυμηθεί
είναι θυμισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα θυμηθεί
ήμουν θυμισμένος, -η
είχαμε θυμηθεί
ήμαστε θυμισμένοι, -ες
είχες θυμηθεί
ήσουν θυμισμένος, -η
είχατε θυμηθεί
ήσαστε θυμισμένοι, -ες
είχε θυμηθεί
ήταν θυμισμένος, -η, -ο
είχατε θυμηθεί
ήταν θυμισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θυμάμαι, θα θυμούμαιθα θυμόμαστε, θα θυμούμαστε
θα θυμάσαιθα θυμάστε, θα θυμόσαστε
θα θυμάταιθα θυμούνται, θα θυμόνται
Fut
ur
θα θυμηθώθα θυμηθούμε
θα θυμηθείςθα θυμηθείτε
θα θυμηθείθα θυμηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θυμηθεί
θα είμαι θυμισμένος, -η
θα έχουμε θυμηθεί
θα είμαστε θυμισμένοι, -ες
θα έχεις θυμηθεί
θα είσαι θυμισμένος, -η
θα έχετε φαντάστει
θα είστε θυμισμένοι, -ες
θα έχει θυμηθεί
θα είναι θυμισμένος, -η, -ο
θα έχουν θυμηθεί
θα είναι θυμισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θυμάμαι, να θυμούμαινα θυμόμαστε, να θυμούμαστε
να θυμάσαινα θυμάστε, να θυμόσαστε
να θυμάταινα θυμούνται, να θυμόνται
Aoristνα θυμηθώνα θυμηθούμε
να θυμηθείςνα θυμηθείτε
να θυμηθείνα θυμηθούν(ε)
Perfνα έχω θυμηθεί
να είμαι θυμισμένος, -η
να έχουμε θυμηθεί
να είμαστε θυμισμένοι, -ες
να έχεις θυμηθεί
να είσαι θυμισμένος, -η
να έχετε θυμηθεί
να είστε θυμισμένοι, -ες
να έχει θυμηθεί
να είναι θυμισμένος, -η, -ο
να έχουν θυμηθεί
να είναι θυμισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presθυμάστε
Aoristθυμήσουθυμηθείτε
Part
izip
Presθυμούμενος
Perfθυμισμένος, -η, -οθυμισμένοι, -ες, -α
InfinAoristθυμηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παρατηρώπαρατηρούμεπαρατηρούμαιπαρατηρούμαστε
παρατηρείςπαρατηρείτεπαρατηρείσαιπαρατηρείστε
παρατηρείπαρατηρούν(ε)παρατηρείταιπαρατηρούνται
Imper
fekt
παρατηρούσαπαρατηρούσαμεπαρατηρούμουνπαρατηρούμαστε
παρατηρούσεςπαρατηρούσατε
παρατηρούσεπαρατηρούσαν(ε)παρατηρούνταν, παρατηρείτοπαρατηρούνταν, παρατηρούντο
Aoristπαρατήρησαπαρατηρήσαμεπαρατηρήθηκαπαρατηρηθήκαμε
παρατήρησεςπαρατηρήσατεπαρατηρήθηκεςπαρατηρηθήκατε
παρατήρησεπαρατήρησαν, παρατηρήσαν(ε)παρατηρήθηκεπαρατηρήθηκαν, παρατηρηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω παρατηρήσει
έχω παρατηρημένο
έχουμε παρατηρήσει
έχουμε παρατηρημένο
έχω παρατηρηθεί
είμαι παρατηρημένος, -η
έχουμε παρατηρηθεί
είμαστε παρατηρημένοι, -ες
έχεις παρατηρήσει
έχεις παρατηρημένο
έχετε παρατηρήσει
έχετε παρατηρημένο
έχεις παρατηρηθεί
είσαι παρατηρημένος, -η
έχετε παρατηρηθεί
είστε παρατηρημένοι, -ες
έχει παρατηρήσει
έχει παρατηρημένο
έχουν παρατηρήσει
έχουν παρατηρημένο
έχει παρατηρηθεί
είναι παρατηρημένος, -η, -ο
έχουν παρατηρηθεί
είναι παρατηρημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα παρατηρήσει
είχα παρατηρημένο
είχαμε παρατηρήσει
είχαμε παρατηρημένο
είχα παρατηρηθεί
ήμουν παρατηρημένος, -η
είχαμε παρατηρηθεί
ήμαστε παρατηρημένοι, -ες
είχες παρατηρήσει
είχες παρατηρημένο
είχατε παρατηρήσει
είχατε παρατηρημένο
είχες παρατηρηθεί
ήσουν παρατηρημένος, -η
είχατε παρατηρηθεί
ήσαστε παρατηρημένοι, -ες
είχε παρατηρήσει
είχε παρατηρημένο
είχαν παρατηρήσει
είχαν παρατηρημένο
είχε παρατηρηθεί
ήταν παρατηρημένος, -η, -ο
είχαν παρατηρηθεί
ήταν παρατηρημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παρατηρώθα παρατηρούμεθα παρατηρούμαιθα παρατηρούμαστε
θα παρατηρείςθα παρατηρείτεθα παρατηρείσαιθα παρατηρείστε
θα παρατηρείθα παρατηρούν(ε)θα παρατηρείταιθα παρατηρούνται
Fut
ur
θα παρατηρήσωθα παρατηρήσουμεθα παρατηρηθώθα παρατηρηθούμε
θα παρατηρήσειςθα παρατηρήσετεθα παρατηρηθείςθα παρατηρηθείτε
θα παρατηρήσειθα παρατηρήσουν(ε)θα παρατηρηθείθα παρατηρηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παρατηρήσει
θα έχω παρατηρημένο
θα έχουμε παρατηρήσει
θα έχουμε παρατηρημένο
θα έχω παρατηρηθεί
θα είμαι παρατηρημένος, -η
θα έχουμε παρατηρηθεί
θα είμαστε παρατηρημένοι, -ες
θα έχεις παρατηρήσει
θα έχεις παρατηρημένο
θα έχετε παρατηρήσει
θα έχετε παρατηρημένο
θα έχεις παρατηρηθεί
θα είσαι παρατηρημένος, -η
θα έχετε παρατηρηθεί
θα είστε παρατηρημένοι, -η
θα έχει παρατηρήσει
θα έχει παρατηρημένο
θα έχουν παρατηρήσει
θα έχουν παρατηρημένο
θα έχει παρατηρηθεί
θα είναι παρατηρημένος, -η, -ο
θα έχουν παρατηρηθεί
θα είναι παρατηρημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παρατηρώνα παρατηρούμενα παρατηρούμαινα παρατηρούμαστε
να παρατηρείςνα παρατηρείτενα παρατηρείσαινα παρατηρείστε
να παρατηρείνα παρατηρούν(ε)να παρατηρείταινα παρατηρούνται
Aoristνα παρατηρήσωνα παρατηρήσουμε, να παρατηρήσομενα παρατηρηθώνα παρατηρηθούμε
να παρατηρήσειςνα παρατηρήσετενα παρατηρηθείςνα παρατηρηθείτε
να παρατηρήσεινα παρατηρήσουν(ε)να παρατηρηθείνα παρατηρηθούν(ε)
Perfνα έχω παρατηρήσει
να έχω παρατηρημένο
να έχουμε παρατηρήσει
να έχουμε παρατηρημένο
να έχω παρατηρηθεί
να είμαι παρατηρημένος, -η
να έχουμε παρατηρηθεί
να είμαστε παρατηρημένοι, -ες
να έχεις παρατηρήσει
να έχεις παρατηρημένο
να έχετε παρατηρήσει
να έχετε παρατηρημένο
να έχεις παρατηρηθεί
να είσαι παρατηρημένος, -η
να έχετε παρατηρηθεί
να είστε παρατηρημένοι, -ες
να έχει παρατηρήσει
να έχει παρατηρημένο
να έχουν παρατηρήσει
να έχουν παρατηρημένο
να έχει παρατηρηθεί
να είναι παρατηρημένος, -η, -ο
να έχουν παρατηρηθεί
να είναι παρατηρημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαρατηρείτεπαρατηρείστε
Aoristπαρατήρησεπαρατηρήστε, παρατηρήσετεπαρατηρήσουπαρατηρηθείτε
Part
izip
Presπαρατηρώντας
Perfέχοντας παρατηρήσει, έχοντας παρατηρημένοπαρατηρημένος, -η, -οπαρατηρημένοι, -ες, -α
InfinAoristπαρατηρήσειπαρατηρηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback