gliedern
 Verb

χωρίζω Verb
(0)
διαιρώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wir gliedern uns wieder ein.Δεν είμαστε επανενταγμένοι;

Übersetzung nicht bestätigt

Sie haben gesagt, sie gliedern mich wieder ein, wenn ich ihnen genug Leute der Säule ausliefere.Είπαν πως θα με επανασυνέδεαν εάν κατέδιδα αρκετούς από την 5η φάλαγγα.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie gliedern dich nicht ein, Cyrus!Δεν θα σε επανασυνδέσουν, Σάιρους!

Übersetzung nicht bestätigt

Die Fläche in kleinere, praktischere Teile gliedern.Φτιάξτε μικρότερες, πιο βιώσιμες μονάδες.

Übersetzung nicht bestätigt

Wie dem auch sei. Wir haben versucht, unser Problem in drei Stufen zu gliedern.Ακόμη, έχουμε χωρίσει το πρόβλημά μας σε τρία βήματα.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χωρίζωχωρίζουμε, χωρίζομεχωρίζομαιχωριζόμαστε
χωρίζειςχωρίζετεχωρίζεσαιχωρίζεστε, χωριζόσαστε
χωρίζειχωρίζουν(ε)χωρίζεταιχωρίζονται
Imper
fekt
χώριζαχωρίζαμεχωριζόμουν(α)χωριζόμαστε, χωριζόμασταν
χώριζεςχωρίζατεχωριζόσουν(α)χωριζόσαστε, χωριζόσασταν
χώριζεχώριζαν, χωρίζαν(ε)χωριζόταν(ε)χωρίζονταν, χωριζόντανε, χωριζόντουσαν
Aoristχώρισαχωρίσαμεχωρίστηκαχωριστήκαμε
χώρισεςχωρίσατεχωρίστηκεςχωριστήκατε
χώρισεχώρισαν, χωρίσαν(ε)χωρίστηκεχωρίστηκαν, χωριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χωρίσει
έχω χωρισμένο
έχουμε χωρίσει
έχουμε χωρισμένο
έχω χωριστεί
είμαι χωρισμένος, -η
έχουμε χωριστεί
είμαστε χωρισμένοι, -ες
έχεις χωρίσει
έχεις χωρισμένο
έχετε χωρίσει
έχετε χωρισμένο
έχεις χωριστεί
είσαι χωρισμένος, -η
έχετε χωριστεί
είστε χωρισμένοι, -ες
έχει χωρίσει
έχει χωρισμένο
έχουν χωρίσει
έχουν χωρισμένο
έχει χωριστεί
είναι χωρισμένος, -η, -ο
έχουν χωριστεί
είναι χωρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χωρίσει
είχα χωρισμένο
είχαμε χωρίσει
είχαμε χωρισμένο
είχα χωριστεί
ήμουν χωρισμένος, -η
είχαμε χωριστεί
ήμαστε χωρισμένοι, -ες
είχες χωρίσει
είχες χωρισμένο
είχατε χωρίσει
είχατε χωρισμένο
είχες χωριστεί
ήσουν χωρισμένος, -η
είχατε χωριστεί
ήσαστε χωρισμένοι, -ες
είχε χωρίσει
είχε χωρισμένο
είχαν χωρίσει
είχαν χωρισμένο
είχε χωριστεί
ήταν χωρισμένος, -η, -ο
είχαν χωριστεί
ήταν χωρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χωρίζωθα χωρίζουμε, θα χωρίζομεθα χωρίζομαιθα χωριζόμαστε
θα χωρίζειςθα χωρίζετεθα χωρίζεσαιθα χωρίζεστε, θα χωριζόσαστε
θα χωρίζειθα χωρίζουν(ε)θα χωρίζεταιθα χωρίζονται
Fut
ur
θα χωρίσωθα χωρίσουμε, θα χωρίζομεθα χωριστώθα χωριστούμε
θα χωρίσειςθα χωρίσετεθα χωριστείςθα χωριστείτε
θα χωρίσειθα χωρίσουν(ε)θα χωριστείθα χωριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χωρίσει
θα έχω χωρισμένο
θα έχουμε χωρίσει
θα έχουμε χωρισμένο
θα έχω χωριστεί
θα είμαι χωρισμένος, -η
θα έχουμε χωριστεί
θα είμαστε χωρισμένοι, -ες
θα έχεις χωρίσει
θα έχεις χωρισμένο
θα έχετε χωρίσει
θα έχετε χωρισμένο
θα έχεις χωριστεί
θα είσαι χωρισμένος, -η
θα έχετε χωριστεί
θα είστε χωρισμένοι, -ες
θα έχει χωρίσει
θα έχει χωρισμένο
θα έχουν χωρίσει
θα έχουν χωρισμένο
θα έχει χωριστεί
θα είναι χωρισμένος, -η, -ο
θα έχουν χωριστεί
θα είναι χωρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χωρίζωνα χωρίζουμε, να χωρίζομενα χωρίζομαινα χωριζόμαστε
να χωρίζειςνα χωρίζετενα χωρίζεσαινα χωρίζεστε, να χωριζόσαστε
να χωρίζεινα χωρίζουν(ε)να χωρίζεταινα χωρίζονται
Aoristνα χωρίσωνα χωρίσουμε, να χωρίσομενα χωριστώνα χωριστούμε
να χωρίσειςνα χωρίσετενα χωριστείςνα χωριστείτε
να χωρίσεινα χωρίσουν(ε)να χωριστείνα χωριστούν(ε)
Perfνα έχω χωρίσει
να έχω χωρισμένο
να έχουμε χωρίσει
να έχουμε χωρισμένο
να έχω χωριστεί
να είμαι χωρισμένος, -η
να έχουμε χωριστεί
να είμαστε χωρισμένοι, -ες
να έχεις χωρίσει
να έχεις χωρισμένο
να έχετε χωρίσει
να έχετε χωρισμένο
να έχεις χωριστεί
να είσαι χωρισμένος, -η
να έχετε χωριστεί
να είστε χωρισμένοι, -ες
να έχει χωρίσει
να έχει χωρισμένο
να έχουν χωρίσει
να έχουν χωρισμένο
να έχει χωριστεί
να είναι χωρισμένος, -η, -ο
να έχουν χωριστεί
να είναι χωρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχώριζεχωρίζετεχωρίζεστε
Aoristχώρισεχωρίστεχωρίσουχωριστείτε
Part
izip
Presχωρίζονταςχωριζόμενος
Perfέχοντας χωρίσει, έχοντας χωρισμένοχωρισμένος, -η, -οχωρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristχωρίσειχωριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαιρώδιαιρούμεδιαιρούμαιδιαιρούμαστε
διαιρείςδιαιρείτεδιαιρείσαιδιαιρείστε
διαιρείδιαιρούν(ε)διαιρείταιδιαιρούνται
Imper
fekt
διαιρούσαδιαιρούσαμεδιαιρούμουνδιαιρούμαστε
διαιρούσεςδιαιρούσατε
διαιρούσεδιαιρούσαν(ε)διαιρούνταν, διαιρείτοδιαιρούνταν, διαιρούντο
Aoristδιαίρεσαδιαιρέσαμεδιαιρέθηκαδιαιρεθήκαμε
διαίρεσεςδιαιρέσατεδιαιρέθηκεςδιαιρεθήκατε
διαίρεσεδιαίρεσαν, διαιρέσαν(ε)διαιρέθηκεδιαιρέθηκαν, διαιρεθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω διαιρέσει
έχω διαιρεμένο
έχουμε διαιρέσει
έχουμε διαιρεμένο
έχω διαιρεθεί
είμαι διαιρεμένος, -η
έχουμε διαιρεθεί
είμαστε διαιρεμένοι, -ες
έχεις διαιρέσει
έχεις διαιρεμένο
έχετε διαιρέσει
έχετε διαιρεμένο
έχεις διαιρεθεί
είσαι διαιρεμένος, -η
έχετε διαιρεθεί
είστε διαιρεμένοι, -ες
έχει διαιρέσει
έχει διαιρεμένο
έχουν διαιρέσει
έχουν διαιρεμένο
έχει διαιρεθεί
είναι διαιρεμένος, -η, -ο
έχουν διαιρεθεί
είναι διαιρεμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα διαιρέσει
είχα διαιρεμένο
είχαμε διαιρέσει
είχαμε διαιρεμενο
είχα διαιρεθεί
ήμουν διαιρεμένος, -η
είχαμε διαιρεθεί
ήμαστε διαιρεμένοι, -ες
είχες διαιρέσει
είχες διαιρεμένο
είχατε διαιρέσει
είχατε διαιρεμένο
είχες διαιρεθεί
έσουν διαιρεμένος, -η
είχατε διαιρεθεί
έσαστε διαιρεμένοι, -ες
είχε διαιρέσει
είχε διαιρεμένο
είχαν διαιρέσει
είχαν διαιρεμένο
είχε διαιρεθεί
ήταν διαιρεμένος, -η, -ο
είχαν διαιρεθεί
ήταν διαιρεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαιρώθα διαιρούμεθα διαιρούμαιθα διαιρούμαστε
θα διαιρείςθα διαιρείτεθα διαιρείσαιθα διαιρείστε
θα διαιρείθα διαιρούν(ε)θα διαιρείταιθα διαιρούνται
Fut
ur
θα διαιρέσωθα διαιρέσουμε, θα διαιρέσομεθα διαιρεθώθα διαιρεθούμε
θα διαιρέσειςθα διαιρέσετεθα διαιρεθείςθα διαιρεθείτε
θα διαιρέσειθα διαιρέσουν(ε)θα διαιρεθείθα διαιρεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαιρέσει
θα έχω διαιρεμένο
θα έχουμε διαιρέσει
θα έχουμε διαιρεμένο
θα έχω διαιρεθεί
θα είμαι διαιρεμένος, -η
θα έχουμε διαιρεθεί
θα είμαστε διαιρεμένοι, -ες
θα έχεις διαιρέσει
θα έχεις διαιρεμένο
θα έχετε διαιρέσει
θα έχετε διαιρεμένο
θα έχεις διαιρεθεί
θα είσαι διαιρεμένος, -η
θα έχετε διαιρεθεί
θα είστε διαιρεμένοι, -η
θα έχει διαιρέσει
θα έχει διαιρεμένο
θα έχουν διαιρέσει
θα έχουν διαιρεμένο
θα έχει διαιρεθεί
θα είναι διαιρεμένος, -η, -ο
θα έχουν διαιρεθεί
θα είναι διαιρεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαιρώνα διαιρούμενα διαιρούμαινα διαιρούμαστε
να διαιρείςνα διαιρείτενα διαιρείσαινα διαιρείστε
να διαιρείνα διαιρούν(ε)να διαιρείταινα διαιρούνται
Aoristνα διαιρέσωνα διαιρέσουμε, να διαιρέσομενα διαιρεθώνα διαιρεθούμε
να διαιρέσειςνα διαιρέσετενα διαιρεθείςνα διαιρεθείτε
να διαιρέσεινα διαιρέσουν(ε)να διαιρεθείνα διαιρεθούν(ε)
Perfνα έχω διαιρέσει
να έχω διαιρεμένο
να έχουμε διαιρέσει
να έχουμε διαιρεμένο
να έχω διαιρεθεί
να είμαι διαιρεμένος, -η
να έχουμε διαιρεθεί
να είμαστε διαιρεμενοι, -ες
να έχεις διαιρέσει
να έχεις διαιρεμένο
να έχετε διαιρέσει
να έχετε διαιρεμένο
να έχεις διαιρεθεί
να είσαι διαιρεμένος, -η
να έχετε διαιρεθεί
να είστε διαιρεμένοι, -ες
να έχει διαιρέσει
να έχει διαιρεμένο
να έχουν διαιρέσει
να έχουν διαιρεμένο
να έχει διαιρεθεί
να είναι διαιρεμένος, -η, -ο
να έχουν διαιρεθεί
να είναι διαιρεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιαιρείτεδιαιρείστε
Aoristδιαίρεσεδιαιρέστε, διαιρέσετεδιαιρέσουδιαιρεθείτε
Part
izip
Presδιαιρώνταςδιαιρούμενος
Perfέχοντας διαιρέσει, έχοντας διαιρεμένοδιαιρεμένος/διηρημένος, -η, -οδιαιρεμένοι/διηρημένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαιρέσειδιαιρεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback