gestalten
 Verb

διαμορφώνω Verb
(0)
σχηματίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Seltsame Gestalten. Zahlen, die sich seltsam gestalten:Το λυπηρό παρελθόν εμποδίζει ένα καλύτερο μέλλον.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber wir leben beide noch, und Sie können meine letzten Stunden in Wien sehr angenehm gestalten.Αλλά είμαστε και οι δύο ακόμα ζωντανοί και μπορείς να κάνεις τις τελευταίες μου ώρες στην Βιέννη πολύ ευχάριστες.

Übersetzung nicht bestätigt

Shangri-La sich bemüht, ihren Aufenthalt so angenehm wie möglich zu gestalten.Η ΣανγκριΛα θα φροντισει να κανει τη διαμονη σας οσο το δυνατον πιο ευχαριστη.

Übersetzung nicht bestätigt

Daher habe ich Maßnahmen ergriffen, alles etwas dramatischer zu gestalten.Έτσι φρόντισα να κάνω τα πράγματα λίγο πιο... δραματικά.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie können eine Melodie auf eine Klaviertastatur hinlegen, können ein Kunstwerk aus einem einfachen Stein gestalten,Μπορούν να παίξει μια μελωδία σε ένα πιάνο. Μπορεί να δημιουργήσει ομορφιά μέσα από τον πηλό.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σχηματίζωσχηματίζουμε, σχηματίζομεσχηματίζομαισχηματιζόμαστε
σχηματίζειςσχηματίζετεσχηματίζεσαισχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε
σχηματίζεισχηματίζουν(ε)σχηματίζεταισχηματίζονται
Imper
fekt
σχημάτιζασχηματίζαμεσχηματιζόμουν(α)σχηματιζόμαστε, σχηματιζόμασταν
σχημάτιζεςσχηματίζατεσχηματιζόσουν(α)σχηματιζόσαστε, σχηματιζόσασταν
σχημάτιζεσχημάτιζαν, σχηματίζαν(ε)σχηματιζόταν(ε)σχηματίζονταν, σχηματιζόντανε, σχηματιζόντουσαν
Aoristσχημάτισασχηματίσαμεσχηματίστηκασχηματιστήκαμε
σχημάτισεςσχηματίσατεσχηματίστηκεςσχηματιστήκατε
σχημάτισεσχημάτισαν, σχηματίσαν(ε)σχηματίστηκεσχηματίστηκαν, σχηματιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σχηματίσει
έχω σχηματισμένο
έχουμε σχηματίσει
έχουμε σχηματισμένο
έχω σχηματιστεί
είμαι σχηματισμένος, -η
έχουμε σχηματιστεί
είμαστε σχηματισμένοι, -ες
έχεις σχηματίσει
έχεις σχηματισμένο
έχετε σχηματίσει
έχετε σχηματισμένο
έχεις σχηματιστεί
είσαι σχηματισμένος, -η
έχετε σχηματιστεί
είστε σχηματισμένοι, -ες
έχει σχηματίσει
έχει σχηματισμένο
έχουν σχηματίσει
έχουν σχηματισμένο
έχει σχηματιστεί
είναι σχηματισμένος, -η, -ο
έχουν σχηματιστεί
είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σχηματίσει
είχα σχηματισμένο
είχαμε σχηματίσει
είχαμε σχηματισμένο
είχα σχηματιστεί
ήμουν σχηματισμένος, -η
είχαμε σχηματιστεί
ήμαστε σχηματισμένοι, -ες
είχες σχηματίσει
είχες σχηματισμένο
είχατε σχηματίσει
είχατε σχηματισμένο
είχες σχηματιστεί
ήσουν σχηματισμένος, -η
είχατε σχηματιστεί
ήσαστε σχηματισμένοι, -ες
είχε σχηματίσει
είχε σχηματισμένο
είχαν σχηματίσει
είχαν σχηματισμένο
είχε σχηματιστεί
ήταν σχηματισμένος, -η, -ο
είχαν σχηματιστεί
ήταν σχηματισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σχηματίζωθα σχηματίζουμε, θα σχηματίζομεθα σχηματίζομαιθα σχηματιζόμαστε
θα σχηματίζειςθα σχηματίζετεθα σχηματίζεσαιθα σχηματίζεστε, θα σχηματιζόσαστε
θα σχηματίζειθα σχηματίζουν(ε)θα σχηματίζεταιθα σχηματίζονται
Fut
ur
θα σχηματίσωθα σχηματίσουμε, θα σχηματίζομεθα σχηματιστώθα σχηματιστούμε
θα σχηματίσειςθα σχηματίσετεθα σχηματιστείςθα σχηματιστείτε
θα σχηματίσειθα σχηματίσουν(ε)θα σχηματιστείθα σχηματιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σχηματίσει
θα έχω σχηματισμένο
θα έχουμε σχηματίσει
θα έχουμε σχηματισμένο
θα έχω σχηματιστεί
θα είμαι σχηματισμένος, -η
θα έχουμε σχηματιστεί
θα είμαστε σχηματισμένοι, -ες
θα έχεις σχηματίσει
θα έχεις σχηματισμένο
θα έχετε σχηματίσει
θα έχετε σχηματισμένο
θα έχεις σχηματιστεί
θα είσαι σχηματισμένος, -η
θα έχετε σχηματιστεί
θα είστε σχηματισμένοι, -ες
θα έχει σχηματίσει
θα έχει σχηματισμένο
θα έχουν σχηματίσει
θα έχουν σχηματισμένο
θα έχει σχηματιστεί
θα είναι σχηματισμένος, -η, -ο
θα έχουν σχηματιστεί
θα είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σχηματίζωνα σχηματίζουμε, να σχηματίζομενα σχηματίζομαινα σχηματιζόμαστε
να σχηματίζειςνα σχηματίζετενα σχηματίζεσαινα σχηματίζεστε, να σχηματιζόσαστε
να σχηματίζεινα σχηματίζουν(ε)να σχηματίζεταινα σχηματίζονται
Aoristνα σχηματίσωνα σχηματίσουμε, να σχηματίσομενα σχηματιστώνα σχηματιστούμε
να σχηματίσειςνα σχηματίσετενα σχηματιστείςνα σχηματιστείτε
να σχηματίσεινα σχηματίσουν(ε)να σχηματιστείνα σχηματιστούν(ε)
Perfνα έχω σχηματίσει
να έχω σχηματισμένο
να έχουμε σχηματίσει
να έχουμε σχηματισμένο
να έχω σχηματιστεί
να είμαι σχηματισμένος, -η
να έχουμε σχηματιστεί
να είμαστε σχηματισμένοι, -ες
να έχεις σχηματίσει
να έχεις σχηματισμένο
να έχετε σχηματίσει
να έχετε σχηματισμένο
να έχεις σχηματιστεί
να είσαι σχηματισμένος, -η
να έχετε σχηματιστεί
να είστε σχηματισμένοι, -ες
να έχει σχηματίσει
να έχει σχηματισμένο
να έχουν σχηματίσει
να έχουν σχηματισμένο
να έχει σχηματιστεί
να είναι σχηματισμένος, -η, -ο
να έχουν σχηματιστεί
να είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσχημάτιζεσχηματίζετεσχηματίζεστε
Aoristσχημάτισεσχηματίστεσχηματίσουσχηματιστείτε
Part
izip
Presσχηματίζονταςσχηματιζόμενος
Perfέχοντας σχηματίσει, έχοντας σχηματισμένοσχηματισμένος, -η, -οσχηματισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσχηματίσεισχηματιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback