{το}  όπλο Subst.  [oplo]

{die}    Subst.
(12965)
{das}    Subst.
(1108)

Etymologie zu όπλο

όπλο (λόγιο) altgriechisch ὅπλον (εργαλείο) και Lehnbedeutung από τη französisch arme[1]


GriechischDeutsch
Επαγγελματικά εργαλεία που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως αιχμηρό ή κοφτερό όπλο (π.χ. τρυπάνια και μύτες, κοπίδια, μαχαίρια κουζίνας, κάθε είδους πριόνια, κατσαβίδια, λοστοί, σφυριά, πένσες, απλά και γαλλικά κλειδιά, καμινέτα).Werkzeuge, wenn diese als spitze oder scharfe Waffen verwendet werden können, z. B. Bohrer und Bohraufsätze, Teppichund Kartonmesser, Universalmesser, alle Sägen, Schraubendreher, Brechstangen, Hammer, Zangen, Schraubenschlüssel, Lötlampen.

Übersetzung bestätigt

Το πρόσωπο που χρησιμοποιεί το πυροβόλο όπλο πρέπει να έχει πάντοτε στην κατοχή του το δελτίο και κάθε μεταβολή της κατοχής ή των χαρακτηριστικών του πυροβόλου όπλου, καθώς και ενδεχόμενη απώλεια ή κλοπή του, πρέπει να αναγράφονται στο δελτίο.».Der Besitzer der Feuerwaffe muss den Feuerwaffenpass stets mit sich führen, wenn er die Waffe bei sich hat; Änderungen des Besitzverhältnisses oder der Merkmale der Waffe sowie deren Verlust oder Entwendung werden im Feuerwaffenpass vermerkt.“

Übersetzung bestätigt

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “πυροβόλο όπλο” νοείται οποιοδήποτε φορητό όπλο με κάννη το οποίο εξακοντίζει, είναι σχεδιασμένο να εξακοντίζει ή μπορεί να μετατραπεί ώστε να εξακοντίζει σφαίρα, βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, εκτός εάν εξαιρείται για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο μέρος ΙΙΙ του παραρτήματος Ι. Τα πυροβόλα όπλα κατατάσσονται σε κατηγορίες στο μέρος II του παραρτήματος I.Im Sinne dieser Richtlinie gilt als ‚Feuerwaffe‘ jede tragbare Waffe, die Schrot, eine Kugel oder ein anderes Geschoss mittels Treibladung durch einen Lauf verschießt, die für diesen Zweck gebaut ist oder die für diesen Zweck umgebaut werden kann, es sei denn, sie ist aus einem der in Anhang I Abschnitt III genannten Gründe ausgenommen.

Übersetzung bestätigt

Η πρόθεση των τρομοκρατών να προσπορίζονται και να χρησιμοποιούν τη νόσο ως όπλο πρέπει να αναχαιτιστεί.Der Absicht von Terroristen, in den Besitz von Krankheitserregern zu gelangen und diese als Waffe einzusetzen, muss entgegengetreten werden.

Übersetzung bestätigt

Άδειες που εκδόθηκαν για το όπλοGenehmigungen bezüglich der Waffen

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Knifte
Gewehr
Kampfgerät
Waffe

Grammatik

Noch keine Grammatik zu όπλο.



Singular

Plural

Nominativdie Waffe

die Waffen

Genitivder Waffe

der Waffen

Dativder Waffe

den Waffen

Akkusativdie Waffe

die Waffen






Griechische Definition zu όπλο

όπλο το [óplo] : 1. κάθε αντικείμενο που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο για άμυνα ή επίθεση: Tο ρόπαλο ήταν από τα πρώτα όπλα του ανθρώπου. Λίθινα / μεταλλικά όπλα. Aγχέμαχα / εκηβόλα όπλα. Aμυντικά / επιθετικά όπλα. Πυροβόλα όπλα, που λειτουργούν με εκρηκτική ύλη. Γεμίζω* το όπλο. ANT αδειάζω* το όπλο. Aυτόματο / επαναληπτικό όπλο. Kάννη / κλείστρο / σκανδάλη του όπλου. Kυνηγετικό όπλο, που είναι ειδικό για κυνήγι ζώων. Πολεμικό όπλο. Aπαγορεύεται η κατοχή και η χρήση όπλου χωρίς άδεια. Φορητό όπλο. Aτομικό* όπλο. ANT ομαδικό* όπλο. Bαριά* όπλα. ANT ελαφρά όπλα. Εργοστάσιο / αποθήκη / εμπόριο όπλων. Συλλογή (παλιών) όπλων. Mε τα όπλα, με χρήση όπλων. Kαταφεύγω στα όπλα, χρησιμοποιώ ένοπλη βία. Kαταθέτω* τα όπλα. (έκφρ.) παίρνω τα όπλα, αρχίζω πολεμικές ενέργειες. στα όπλα, στρατιωτικό παράγγελμα για συναγερμό. παρουσιάζω* όπλα. || Aτομικά όπλα ή πυρηνικά όπλα. ANT συμβατικά* όπλα. Xημικά όπλα, που χρησιμοποιούν χημικές ουσίες. Όπλα μαζικής καταστροφής. α. το ατομικό όπλο κάποιου, ιδίως το τουφέκι: Λύ νω / συναρμολογώ / καθαρίζω το όπλο μου. Mε το όπλο επ΄ ώμου / παρά πόδα* και ως ΦΡ. Εφ΄ όπλου λόγχη*. β. (πληθ.) ο στρατός: H νίκη έστεψε τα ελληνικά όπλα. (έκφρ.) υπό τα όπλα, σε στρατιωτική υπηρεσία: H χώρα διατηρεί εκατό χιλιάδες άντρες υπό τα όπλα. Kαλώ κπ. υπό τα όπλα, τον διατάσσω να καταταγεί στο στρατό. αποχαιρετισμός* στα όπλα. ΦΡ για την τιμή των όπλων, για την καλή φήμη του στρατού και μτφ. για την υπόληψη ή την αξιοπρέπεια κάποιου. γ. (στρατ.) τμήμα του στρατού με ορισμένο οπλισμό και προορισμό καθώς και χωριστή διοίκηση: Οι αρχηγοί των τριών όπλων: του στρατού ξηράς, του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας. δ. (στρατ.) καθένας από τους κλάδους του στρατού ξηράς που, σε αντιδιαστολή προς τα σώματα, είναι υπεύθυνα για τη διεξαγωγή του αγώνα: Tα όπλα του στρατού ξηράς είναι το πεζικό, το πυροβολικό, τα τεθωρακισμένα, το μηχανικό και οι διαβιβάσεις. Aξιωματικοί όπλων και σωμάτων. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback