{το}  φως Subst.  [fos, fws]

{der}    Subst.
(0)
{das}    Subst.
(0)

Etymologie zu φως

φως altgriechisch φάος / φῶς proto-griechisch *pʰáos indoeuropäisch (Wurzel) *bʰéh₂os *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.




Griechische Definition zu φως

φως το [fós] Ο51α : 1. ό,τι διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, ό,τι φωτίζει και κάνει ορατά τα αντικείμενα: Φυσικό / τεχνητό φως. Άπλετο / μαλακό / σκληρό / διάχυτο / απαλό / αμυδρό / εκτυφλωτικό φως. Εναλλαγή σκιάς και φωτός. Tο φως και το σκοτάδι. Tο μαύρο χρώμα απορροφά το φως, το άσπρο το αντανακλά. Tα μάτια μου κουράστηκαν από το πολύ φως. Aνάλυση του φωτός. Φυσική / ταχύτητα / ιδιότητες του φωτός. Διάθλαση / διάχυση / ανάκλαση του φωτός. || (φυσ.) Λευκό φως, το φως του ήλιου. || (επέκτ.) η όραση: Έχασε / αδυνάτισε το φως του. ΠAΡ Ποιος στραβός / τυφλός δε θέλει το φως του;, ο καθένας θα ήθελε να επιλυθεί κάποιο σοβαρό πρόβλημά του, θα επιθυμούσε κάποιο πολύτιμο αγαθό που του λείπει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback