{το}  υλικό Subst.  [iliko, yliko]

{das}    Subst.
(4296)
{die}    Subst.
(448)
{der}    Subst.
(312)

Etymologie zu υλικό

υλικό Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Ειδικότερα, ο αγοραστής θέλει να έχει τη βεβαιότητα ότι θα ανακτήσει τα σχετικά ποσά σε περίπτωση που ο πωλητής δεν του παραδώσει το υλικό, παραδείγματος χάρη λόγω πτώχευσης.Insbesondere will der Käufer die Sicherheit haben, dass er diese Beträge zurückfordern kann für den Fall, dass der Verkäufer das Material, zum Beispiel wegen Insolvenz, nicht liefert.

Übersetzung bestätigt

Για τα «δευτερογενή υλικά» που προκύπτουν από την κατασκευαστική διαδικασία (όπως τα υπολείμματα ή ρετάλια), «ανακύκλωση κλειστού κύκλου» σημαίνει ότι τα υλικά χρησιμοποιούνται ξανά στην ίδια διαδικασία.Wenn es sich um Sekundärmaterial (z. B. Reste) aus einem Produktionsprozess handelt, bedeutet es, dass das Material im gleichen Prozess erneut eingesetzt wird.

Übersetzung bestätigt

Για τις σκληρές επενδύσεις τα κριτήρια μπορούν να εφαρμοστούν τόσο σε επενδύσεις δαπέδου όσο και σε επενδύσεις τοίχου, εφόσον η διαδικασία παραγωγής είναι η ίδια και χρησιμοποιούνται τα ίδια υλικά και οι ίδιες μέθοδοι κατασκευής.Die Kriterien für Hartbeläge gelten sowohl für Bodenals auch für Wandbeläge, sofern zur Herstellung die gleichen Materialien und Produktionsverfahren angewandt werden.

Übersetzung bestätigt

Μόνο τα επιβραδυντικά φλόγας που είναι χημικώς δεσμευμένα στα υλικά του στρώματος ή στις επιφάνειες των υλικών (αντιδραστικά επιβραδυντικά φλόγας) μπορούν να χρησιμοποιούνται στο προϊόν.Wenn für das verwendete Flammschutzmaterial einer der nachfolgenden R-Sätze gilt, muss dieses Material bei der Anwendung chemisch so verändert werden, dass keiner dieser R-Sätze nach Maßgabe der Richtlinie 67/548/EWG des Rates mehr zutrifft.

Übersetzung bestätigt

Περιλαμβάνεται εν προκειμένω η αποτροπή της πιθανής πρόσβασης τρομοκρατών σε υλικά, εξοπλισμό και γνώσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη και παραγωγή χημικών όπλων.Hierzu gehört es auch, zu verhindern, dass Terroristen möglicherweise Zugang zu Material, Ausrüstungen und Kenntnissen erlangen, die für die Entwicklung und Herstellung von chemischen Waffen genutzt werden könnten.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu υλικό

υλικό το [idivkó] : 1.η ύλη από την οποία κατασκευάζεται κτ. (επεξεργασμένη ή ανεπεξέργαστη): Aπό τι υλικό θα φτιάξεις τα ντουλάπια της κουζίνας; Ευτελές υλικό. Aντοχή των υλικών, κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με την αντοχή των υλικών που χρησιμοποιούνται στις κατασκευές. Οικοδομικά υλικά. Kαλής / κακής ποιότητας υλικά. || Xρησιμοποιεί πάντα καλά υλικά στα φαγητά της. Tι υλικά χρειάζονται για την τούρ τα; [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback