υιοθετώ Verb  [iiotheto, yiothetw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu υιοθετώ

υιοθετώ υἱοθεσία υἱόν θέσθαι ( τίθεμαι)


GriechischDeutsch
Δεν υιοθετώ τη γάτα σου;Hast du nicht willst, dass ich deine Katze adoptieren?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu υιοθετώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υιοθετώυιοθετούμευιοθετούμαιυιοθετούμαστε
υιοθετείςυιοθετείτευιοθετείσαιυιοθετείστε
υιοθετείυιοθετούν(ε)υιοθετείταιυιοθετούνται
Imper
fekt
υιοθετούσαυιοθετούσαμευιοθετούμουνυιοθετούμαστε
υιοθετούσεςυιοθετούσατε
υιοθετούσευιοθετούσαν(ε)υιοθετούνταν, υιοθετείτουιοθετούνταν, υιοθετούντο
Aoristυιοθέτησαυιοθετήσαμευιοθετήθηκαυιοθετηθήκαμε
υιοθέτησεςυιοθετήσατευιοθετήθηκεςυιοθετηθήκατε
υιοθέτησευιοθέτησαν, υιοθετήσαν(ε)υιοθετήθηκευιοθετήθηκαν, υιοθετηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω υιοθετήσει
έχω υιοθετημένο
έχουμε υιοθετήσει
έχουμε υιοθετημένο
έχω υιοθετηθεί
είμαι υιοθετημένος, -η
έχουμε υιοθετηθεί
είμαστε υιοθετημένοι, -ες
έχεις υιοθετήσει
έχεις υιοθετημένο
έχετε υιοθετήσει
έχετε υιοθετημένο
έχεις υιοθετηθεί
είσαι υιοθετημένος, -η
έχετε υιοθετηθεί
είστε υιοθετημένοι, -ες
έχει υιοθετήσει
έχει υιοθετημένο
έχουν υιοθετήσει
έχουν υιοθετημένο
έχει υιοθετηθεί
είναι υιοθετημένος, -η, -ο
έχουν υιοθετηθεί
είναι υιοθετημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα υιοθετήσει
είχα υιοθετημένο
είχαμε υιοθετήσει
είχαμε υιοθετημένο
είχα υιοθετηθεί
ήμουν υιοθετημένος, -η
είχαμε υιοθετηθεί
ήμαστε υιοθετημένοι, -ες
είχες υιοθετήσει
είχες υιοθετημένο
είχατε υιοθετήσει
είχατε υιοθετημένο
είχες υιοθετηθεί
ήσουν υιοθετημένος, -η
είχατε υιοθετηθεί
ήσαστε υιοθετημένοι, -ες
είχε υιοθετήσει
είχε υιοθετημένο
είχαν υιοθετήσει
είχαν υιοθετημένο
είχε υιοθετηθεί
ήταν υιοθετημένος, -η, -ο
είχαν υιοθετηθεί
ήταν υιοθετημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υιοθετώθα υιοθετούμεθα υιοθετούμαιθα υιοθετούμαστε
θα υιοθετείςθα υιοθετείτεθα υιοθετείσαιθα υιοθετείστε
θα υιοθετείθα υιοθετούν(ε)θα υιοθετείταιθα υιοθετούνται
Fut
ur
θα υιοθετήσωθα υιοθετήσουμεθα υιοθετηθώθα υιοθετηθούμε
θα υιοθετήσειςθα υιοθετήσετεθα υιοθετηθείςθα υιοθετηθείτε
θα υιοθετήσειθα υιοθετήσουν(ε)θα υιοθετηθείθα υιοθετηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υιοθετήσει
θα έχω υιοθετημένο
θα έχουμε υιοθετήσει
θα έχουμε υιοθετημένο
θα έχω υιοθετηθεί
θα είμαι υιοθετημένος, -η
θα έχουμε υιοθετηθεί
θα είμαστε υιοθετημένοι, -ες
θα έχεις υιοθετήσει
θα έχεις υιοθετημένο
θα έχετε υιοθετήσει
θα έχετε υιοθετημένο
θα έχεις υιοθετηθεί
θα είσαι υιοθετημένος, -η
θα έχετε υιοθετηθεί
θα είστε υιοθετημένοι, -η
θα έχει υιοθετήσει
θα έχει υιοθετημένο
θα έχουν υιοθετήσει
θα έχουν υιοθετημένο
θα έχει υιοθετηθεί
θα είναι υιοθετημένος, -η, -ο
θα έχουν υιοθετηθεί
θα είναι υιοθετημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υιοθετώνα υιοθετούμενα υιοθετούμαινα υιοθετούμαστε
να υιοθετείςνα υιοθετείτενα υιοθετείσαινα υιοθετείστε
να υιοθετείνα υιοθετούν(ε)να υιοθετείταινα υιοθετούνται
Aoristνα υιοθετήσωνα υιοθετήσουμε, να υιοθετήσομενα υιοθετηθώνα υιοθετηθούμε
να υιοθετήσειςνα υιοθετήσετενα υιοθετηθείςνα υιοθετηθείτε
να υιοθετήσεινα υιοθετήσουν(ε)να υιοθετηθείνα υιοθετηθούν(ε)
Perfνα έχω υιοθετήσει
να έχω υιοθετημένο
να έχουμε υιοθετήσει
να έχουμε υιοθετημένο
να έχω υιοθετηθεί
να είμαι υιοθετημένος, -η
να έχουμε υιοθετηθεί
να είμαστε υιοθετημένοι, -ες
να έχεις υιοθετήσει
να έχεις υιοθετημένο
να έχετε υιοθετήσει
να έχετε υιοθετημένο
να έχεις υιοθετηθεί
να είσαι υιοθετημένος, -η
να έχετε υιοθετηθεί
να είστε υιοθετημένοι, -ες
να έχει υιοθετήσει
να έχει υιοθετημένο
να έχουν υιοθετήσει
να έχουν υιοθετημένο
να έχει υιοθετηθεί
να είναι υιοθετημένος, -η, -ο
να έχουν υιοθετηθεί
να είναι υιοθετημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presυιοθετείτευιοθετείστε
Aoristυιοθέτησευιοθετήστε, υιοθετήσετευιοθετήσουυιοθετηθείτε
Part
izip
Presυιοθετώντας
Perfέχοντας υιοθετήσει, έχοντας υιοθετημένουιοθετημένος, -η, -ουιοθετημένοι, -ες, -α
InfinAoristυιοθετήσειυιοθετηθεί







Griechische Definition zu υιοθετώ

υιοθετώ [ioθetó] -ούμαι : 1.αναγνωρίζω επίσημα και νομιμοποιώ ως δικό μου ένα ξένο παιδί με όλες τις συνακόλουθες υποχρεώσεις για την ανατροφή, τη διαπαιδαγώγηση και την αποκατάστασή του: Πολλά άτεκνα ζευγάρια ζητούν να υιοθετήσουν ένα παιδί. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback