{το}  τιμόνι Subst.  [timoni]

{das}    Subst.
(442)
{der}    Subst.
(339)
{der}    Subst.
(119)
{das}    Subst.
(44)

Etymologie zu τιμόνι

τιμόνι mittelgriechisch τιμόνι(ν) ("τιμόνι πλοίου") venezianisch timon (οιακοστρόφιο πλοίου, πηδάλιο αεροσκάφους) δημώδης lateinisch timonem, Akkusativ von timo lateinisch temo


GriechischDeutsch
Κακό: Ένα περιστρεφόμενο χειριστήριο με ομόκεντρο άξονα στο τιμόνι, για τη λειτουργία του οποίου απαιτείται ώθηση που ενδέχεται επίσης να επιφέρει αλλαγή της διεύθυνσης του τιμονιού.Schlecht: Ein Drehknopf mit konzentrischer Achse am Lenkrad, für dessen Betätigung ein Kraftaufwand erforderlich ist, der auch eine Änderung des Lenkwinkels zur Folge haben könnte.

Übersetzung bestätigt

Επιπλέον, εάν πρέπει να απομακρυνθεί ένα χέρι από το τιμόνι για χειρισμό της διεπαφής, δεν πρέπει ταυτόχρονα να απαιτείται και το άλλο, (π.χ. για την ενεργοποίηση απτικών χειριστηρίων).Wenn eine Hand vom Lenkrad genommen werden muss, um die Schnittstelle bedienen zu können, sollte nicht auch gleichzeitig die andere Hand zur Bedienung der Schnittstelle benötigt werden (z. B. zur Reglerbedienung).

Übersetzung bestätigt

Για να ανταποκρίνεται στην εν λόγω αρχή, πρέπει το σύστημα να σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε για τη χρήση του να απαιτείται η απομάκρυνση μόνον ενός χεριού από το τιμόνι ενώ το άλλο θα παραμένει σε αυτό.Gemäß diesem Prinzip sollte das System so gestaltet sein, dass für die Interaktion mit dem System nur eine Hand vom Lenkrad genommen werden muss und die andere Hand am Lenkrad belassen wird.

Übersetzung bestätigt

Κατά την οδήγηση υπάρχουν περιστάσεις, κατά τις οποίες ο οδηγός απαιτείται να διαθέτει ακριβή έλεγχο της διεύθυνσης του οχήματος και τούτο μπορεί να επιτευχθεί πλέον αποτελεσματικά με τα δύο χέρια στο τιμόνι.In bestimmten Verkehrssituationen muss der Fahrer die Lenkung des Fahrzeugs genau steuern können; dies geschieht am besten, wenn der Fahrer beide Hände am Lenkrad hat.

Übersetzung bestätigt

Σε άλλες περιστάσεις οδήγησης, είναι αποδεκτό το ένα χέρι στο τιμόνι ενώ το άλλο χέρι είναι άμεσα ελεύθερο εφόσον απαιτηθεί από τις περιστάσεις.In anderen Situationen ist eine Hand am Lenkrad hinnehmbar, sofern auch die andere Hand sofort das Lenkrad greifen kann, wenn die Umstände dies erfordern.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
τιμονιέρης



Griechische Definition zu τιμόνι

τιμόνι το [timóni] : 1. εξάρτημα στο σύστημα οδήγησης με το οποίο επιτυγχάνεται ο καθορισμός της πορείας: α. του αυτοκινήτου: Γυρίζω / στρέφω το τιμόνι δεξιά / αριστερά. Tο αυτοκίνητο δεν υπακούει στο τιμόνι, υπάρχει βλάβη στο σύστημα οδήγησης. Mου φεύγει το τιμόνι, χάνω τον έλεγχο του αυτοκινήτου. || βολάν 2: Είμαι / κάθομαι στο τιμόνι, οδηγώ αυτοκίνητο. Είμαι μια ζωή στο τιμόνι, για επαγγελματία οδηγό. (έκφρ.) κόβω το τιμόνι (δεξιά / αριστερά), το γυρίζω. β. του πλοίου ή του αεροπλάνου· πηδάλιο. γ. του ποδηλάτου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback