τιμόνι mittelgriechisch τιμόνι(ν) ("τιμόνι πλοίου") venezianisch timon (οιακοστρόφιο πλοίου, πηδάλιο αεροσκάφους) δημώδης lateinisch timonem, Akkusativ von timo lateinisch temo
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κακό: Ένα περιστρεφόμενο χειριστήριο με ομόκεντρο άξονα στο τιμόνι, για τη λειτουργία του οποίου απαιτείται ώθηση που ενδέχεται επίσης να επιφέρει αλλαγή της διεύθυνσης του τιμονιού. | Schlecht: Ein Drehknopf mit konzentrischer Achse am Lenkrad, für dessen Betätigung ein Kraftaufwand erforderlich ist, der auch eine Änderung des Lenkwinkels zur Folge haben könnte. Übersetzung bestätigt |
Επιπλέον, εάν πρέπει να απομακρυνθεί ένα χέρι από το τιμόνι για χειρισμό της διεπαφής, δεν πρέπει ταυτόχρονα να απαιτείται και το άλλο, (π.χ. για την ενεργοποίηση απτικών χειριστηρίων). | Wenn eine Hand vom Lenkrad genommen werden muss, um die Schnittstelle bedienen zu können, sollte nicht auch gleichzeitig die andere Hand zur Bedienung der Schnittstelle benötigt werden (z. B. zur Reglerbedienung). Übersetzung bestätigt |
Για να ανταποκρίνεται στην εν λόγω αρχή, πρέπει το σύστημα να σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε για τη χρήση του να απαιτείται η απομάκρυνση μόνον ενός χεριού από το τιμόνι ενώ το άλλο θα παραμένει σε αυτό. | Gemäß diesem Prinzip sollte das System so gestaltet sein, dass für die Interaktion mit dem System nur eine Hand vom Lenkrad genommen werden muss und die andere Hand am Lenkrad belassen wird. Übersetzung bestätigt |
Κατά την οδήγηση υπάρχουν περιστάσεις, κατά τις οποίες ο οδηγός απαιτείται να διαθέτει ακριβή έλεγχο της διεύθυνσης του οχήματος και τούτο μπορεί να επιτευχθεί πλέον αποτελεσματικά με τα δύο χέρια στο τιμόνι. | In bestimmten Verkehrssituationen muss der Fahrer die Lenkung des Fahrzeugs genau steuern können; dies geschieht am besten, wenn der Fahrer beide Hände am Lenkrad hat. Übersetzung bestätigt |
Σε άλλες περιστάσεις οδήγησης, είναι αποδεκτό το ένα χέρι στο τιμόνι ενώ το άλλο χέρι είναι άμεσα ελεύθερο εφόσον απαιτηθεί από τις περιστάσεις. | In anderen Situationen ist eine Hand am Lenkrad hinnehmbar, sofern auch die andere Hand sofort das Lenkrad greifen kann, wenn die Umstände dies erfordern. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
τιμονιέρης |
τιμόνι το [timóni] : 1. εξάρτημα στο σύστημα οδήγησης με το οποίο επιτυγχάνεται ο καθορισμός της πορείας: α. του αυτοκινήτου: Γυρίζω / στρέφω το τιμόνι δεξιά / αριστερά. Tο αυτοκίνητο δεν υπακούει στο τιμόνι, υπάρχει βλάβη στο σύστημα οδήγησης. Mου φεύγει το τιμόνι, χάνω τον έλεγχο του αυτοκινήτου. || βολάν 2: Είμαι / κάθομαι στο τιμόνι, οδηγώ αυτοκίνητο. Είμαι μια ζωή στο τιμόνι, για επαγγελματία οδηγό. (έκφρ.) κόβω το τιμόνι (δεξιά / αριστερά), το γυρίζω. β. του πλοίου ή του αεροπλάνου· πηδάλιο. γ. του ποδηλάτου. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.