φόρος altgriechisch φόρος φέρω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
«διόδια» επιβάρυνση, φόρος ή τέλος που εισπράττεται σε σχέση με την κυκλοφορία ενός οχήματος σε περιοχή διοδίων· ια) | „Maut“ eine Gebühr, Steuer oder Abgabe, die im Zusammenhang mit dem Verkehr eines Fahrzeugs in einem Mautgebiet erhoben wird; k) Übersetzung bestätigt |
Εσωτερικός φόρος | Interne Steuer Übersetzung bestätigt |
Ο εσωτερικός φόρος είναι ίσος προς το 40 % του βασικού μισθού που αντιστοιχεί στο βαθμό και το κλιμάκιο του υπαλλήλου. | Die interne Steuer beträgt 40 % des Grundgehalts für die Besoldungsund die Dienstaltersstufe eines Bediensteten. Übersetzung bestätigt |
Τα διόδια είναι ένα τέλος που καταβάλλεται για τη χρήση κάποιας υπηρεσίας, ενώ ο ειδικός φόρος κατανάλωσης είναι φόρος. | Eine Maut ist ein Entgelt für eine Dienstleistung, eine Verbrauchsteuer ist eine Steuer. Übersetzung bestätigt |
Σύμφωνα με τη νομολογία τα διόδια δεν θεωρούνται ως φόρος αλλά ως πληρωμή για την παροχή κάποιας υπηρεσίας. | Nach geltender Rechtsprechung ist demnach eine Maut keine Steuer, sondern ein Entgelt für eine Dienstleistung. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
φόρος ο [fóros] : τμήμα του εισοδήματος των πολιτών (φυσικών ή νομικών προσώπων), που αποδίδεται υποχρεωτικά στο κράτος ή σε δημόσιους οργανισμούς για την κάλυψη δημοσίων δαπανών ή άλλων αναγκών· (πρβ. τέλος, δασμός): Bάζω / καταργώ φόρους. Aύξηση / μείωση των φόρων. Είσπραξη / καταβολή φόρου. Άμεσος φόρος, που καταβάλλεται απευθείας από τον οφειλέτη στο κράτος. Έμμεσος φόρος, που περιέχεται στην τιμή προϊόντων ή υπηρεσιών. φόρος εισοδήματος / επιτηδεύματος / κατανάλωσης / προστιθέμενης αξίας / κύκλου εργασιών / ακίνητης περιουσίας / μεταβιβάσεως ακινήτων / κληρονομίας. Kεφαλικός* φόρος. φόρος δεκάτης*. (Xώρα) φόρου υποτελής, για ημιανεξάρτητη χώρα, που καταβάλλει φόρους στην επικυρίαρχη. φόρος υποτέλειας, ο φόρος που καταβάλλει μια ημιανεξάρτητη χώρα στην επικυρίαρχη. || το σύνολο των χρημάτων που συγκεντρώνονται από την είσπραξη των φόρων: Οι φόροι που εισπράχθηκαν φέτος ήταν λιγότεροι από τους περσινούς. ΦΡ φόρος τιμής, απόδοση, έκφραση τιμής, υποχρέωση να τιμήσουμε κπ.: Aποδίδω / αποτίω φόρος τιμής, κυρίως σε νεκρό πρόσωπο. H σημερινή τελετή ήταν ένας ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη των ηρωικών νεκρών. φόρος αίματος, βίαιος θάνατος (πολλών) ανθρώπων: H Ελλάδα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. (ειρ.) φόρος βλακείας, οικονομική ή άλλη ζημιά, επιβάρυνση που υφίσταται κάποιος από απερισκεψία: Tο κάπνισμα είναι φόρος βλακείας για τους καπνιστές.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.