{ο}  φόρος Subst.  [foros]

{der}    Subst.
(982)

Etymologie zu φόρος

φόρος altgriechisch φόρος φέρω


GriechischDeutsch
«διόδια» επιβάρυνση, φόρος ή τέλος που εισπράττεται σε σχέση με την κυκλοφορία ενός οχήματος σε περιοχή διοδίων· ια)„Maut“ eine Gebühr, Steuer oder Abgabe, die im Zusammenhang mit dem Verkehr eines Fahrzeugs in einem Mautgebiet erhoben wird; k)

Übersetzung bestätigt

Εσωτερικός φόροςInterne Steuer

Übersetzung bestätigt

Ο εσωτερικός φόρος είναι ίσος προς το 40 % του βασικού μισθού που αντιστοιχεί στο βαθμό και το κλιμάκιο του υπαλλήλου.Die interne Steuer beträgt 40 % des Grundgehalts für die Besoldungsund die Dienstaltersstufe eines Bediensteten.

Übersetzung bestätigt

Τα διόδια είναι ένα τέλος που καταβάλλεται για τη χρήση κάποιας υπηρεσίας, ενώ ο ειδικός φόρος κατανάλωσης είναι φόρος.Eine Maut ist ein Entgelt für eine Dienstleistung, eine Verbrauchsteuer ist eine Steuer.

Übersetzung bestätigt

Σύμφωνα με τη νομολογία τα διόδια δεν θεωρούνται ως φόρος αλλά ως πληρωμή για την παροχή κάποιας υπηρεσίας.Nach geltender Rechtsprechung ist demnach eine Maut keine Steuer, sondern ein Entgelt für eine Dienstleistung.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu φόρος

φόρος ο [fóros] : τμήμα του εισοδήματος των πολιτών (φυσικών ή νομικών προσώπων), που αποδίδεται υποχρεωτικά στο κράτος ή σε δημόσιους οργανισμούς για την κάλυψη δημοσίων δαπανών ή άλλων αναγκών· (πρβ. τέλος, δασμός): Bάζω / καταργώ φόρους. Aύξηση / μείωση των φόρων. Είσπραξη / καταβολή φόρου. Άμεσος φόρος, που καταβάλλεται απευθείας από τον οφειλέτη στο κράτος. Έμμεσος φόρος, που περιέχεται στην τιμή προϊόντων ή υπηρεσιών. φόρος εισοδήματος / επιτηδεύματος / κατανάλωσης / προστιθέμενης αξίας / κύκλου εργασιών / ακίνητης περιουσίας / μεταβιβάσεως ακινήτων / κληρονομίας. Kεφαλικός* φόρος. φόρος δεκάτης*. (Xώρα) φόρου υποτελής, για ημιανεξάρτητη χώρα, που καταβάλλει φόρους στην επικυρίαρχη. φόρος υποτέλειας, ο φόρος που καταβάλλει μια ημιανεξάρτητη χώρα στην επικυρίαρχη. || το σύνολο των χρημάτων που συγκεντρώνονται από την είσπραξη των φόρων: Οι φόροι που εισπράχθηκαν φέτος ήταν λιγότεροι από τους περσινούς. ΦΡ φόρος τιμής, απόδοση, έκφραση τιμής, υποχρέωση να τιμήσουμε κπ.: Aποδίδω / αποτίω φόρος τιμής, κυρίως σε νεκρό πρόσωπο. H σημερινή τελετή ήταν ένας ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη των ηρωικών νεκρών. φόρος αίματος, βίαιος θάνατος (πολλών) ανθρώπων: H Ελλάδα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. (ειρ.) φόρος βλακείας, οικονομική ή άλλη ζημιά, επιβάρυνση που υφίσταται κάποιος από απερισκεψία: Tο κάπνισμα είναι φόρος βλακείας για τους καπνιστές.

[λόγ. < αρχ. φόρος]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback