τεκμήριο altgriechisch τεκμήριον τεκμαίρομαι τέκμαρ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
«πληροφορία»: κάθε σχέδιο, προδιαγραφή, φωτογραφία, δείγμα, μοντέλο, διεργασία, διαδικασία, οδηγία, λογισμικό, έκθεση, έγγραφο ή κάθε άλλη τεχνική ή/και εμπορική πληροφορία, τεχνογνωσία, δεδομένο ή τεκμήριο οποιουδήποτε είδους, συμπεριλαμβανομένων προφορικών πληροφοριών, εκτός αντικειμένων που προστατεύονται από «δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας»· | „Kenntnisse“ Zeichnungen, Spezifikationen, Fotografien, Muster, Modelle, Prozesse, Verfahren, Anweisungen, Software, Berichte, Unterlagen, sonstige technische und/oder gewerbliche Informationen, Know-how, Daten oder Dokumente jeglicher Art, einschließlich mündlich weitergegebener Informationen, die keine Rechte des geistigen Eigentums begründen; Übersetzung bestätigt |
«πληροφορία»: κάθε σχέδιο, προδιαγραφή, φωτογραφία, δείγμα, μοντέλο, διεργασία, διαδικασία, οδηγία, λογισμικό, έκθεση, έγγραφο ή κάθε άλλη τεχνική ή/και εμπορική πληροφορία, τεχνογνωσία, δεδομένο ή τεκμήριο οποιουδήποτε είδους, συμπεριλαμβανομένων προφορικών πληροφοριών, εκτός αντικειμένων που προστατεύονται από «δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας»· | „Kenntnisse“ Zeichnungen, Spezifikationen, Fotografien, Muster, Modelle, Prozesse, Verfahren, Anweisungen, Software, Berichte, Unterlagen, sonstige technische und/oder gewerbliche Informationen, Know-how, Daten oder Dokumente jeglicher Art, einschließlich mündlich weitergegebener Informationen, die keine Rechte des geistigen Eigentums (Schutzrechte) begründen; Übersetzung bestätigt |
ιδ) «εισιτήριο» έγκυρο έγγραφο ή άλλο τεκμήριο σύμβασης μεταφοράς, | „Fahrschein“ ein gültiges Dokument oder einen anderen Nachweis für einen Beförderungsvertrag; Übersetzung bestätigt |
«εισιτήριο», έγκυρο έγγραφο ή άλλο τεκμήριο σύμβασης μεταφοράς· | „Fahrschein“ ein gültiges Dokument oder einen anderen Nachweis für einen Beförderungsvertrag; Übersetzung bestätigt |
Στις περιπτώσεις αυτές, η χρήση των εν λόγω διεθνώς συμφωνηθέντων κανονιστικών εγγράφων θα πρέπει να αποτελεί εναλλακτική επιλογή αντί της χρήσης εναρμονισμένων προτύπων και, υπό ειδικές προϋποθέσεις, τεκμήριο συμμόρφωσης. | In diesen Fällen sollte die Verwendung dieser international vereinbarten normativen Dokumente als Alternative zur Verwendung harmonisierter Normen erlaubt sein und unter bestimmten Voraussetzungen eine Konformitätsvermutung begründen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Schriftstück |
Dokument |
τεκμήριο το [tekmírio] : στοιχείο επάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί μια γνώμη, ένας ισχυρισμός, μια μαρτυρία, με τρόπο αναμφισβήτητο: Aκαταμάχητα τεκμήρια, αποδείξεις. Δικαστικό τεκμήριο, συμπέρασμα που συνάγει ο δικαστής από ένα γνωστό στοιχείο για κτ. άγνωστο. Φορολογικό τεκμήριο, περιουσιακό στοιχείο ή τρόπος διαβίωσης, με βάση το οποίο υπολογίζεται το εισόδημα του φορολογουμένου. Mαχητό* / αμάχητο* τεκμήριο. (έκφρ.) κατά τεκμήριο, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από ορισμένα δεδομένα: Ένας πτυχιούχος είναι κατά τεκμήριο μορφωμένος.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.