{το}  πρόσωπο Subst.  [prosopo, proswpo]

{die}    Subst.
(12327)
{das}    Subst.
(6160)
{das}    Subst.
(155)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu πρόσωπο

πρόσωπο altgriechisch πρόσωπον[1] πρός + ὤψ indoeuropäisch (Wurzel) *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-


GriechischDeutsch
Σε περίπτωση που αναλάβει την ευθύνη της διασφάλισης της εν λόγω φάσης αναστολής διαφορετικό νομικό πρόσωπο από εκείνο που ορίζεται στο «TSP name», η ταυτοποίηση αυτού του νέου ή έκτακτου νομικού προσώπου (έκτακτος CSP) θα πρέπει να προβλέπεται από τη διάταξη 5.5.6 της καταχώρισης υπηρεσίας.Hat eine andere juristische Person als die unter „TSP name“ genannte die Verantwortung für die Abwicklung dieser Einstellungsphase übernommen, muss die Identität dieser neuen oder ersatzweisen juristischen Person (Ersatz-CSP) in Abschnitt 5.5.6 des Diensteintrags angegeben werden.

Übersetzung bestätigt

όλους τους παρόχους υπηρεσιών πιστοποίησης, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 11 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ, ήτοι «φορέας ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκδίδει πιστοποιητικά ή παρέχει άλλες υπηρεσίες, συναφείς με τις ηλεκτρονικές υπογραφές»,alle laut Definition in Artikel 2 Absatz 11 der Richtlinie 1999/93/EG (d. h. „eine Stelle oder eine juristische oder natürliche Person, die Zertifikate ausstellt oder anderweitige Dienste im Zusammenhang mit elektronischen Signaturen bereitstellt“);

Übersetzung bestätigt

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 1999/62/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές φόρων ή φοροαπαλλαγές για τα οχήματα που μόνο περιστασιακά κυκλοφορούν σε δημόσιες οδούς του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας και χρησιμοποιούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, των οποίων κύρια δραστηριότητα δεν είναι η μεταφορά εμπορευμάτων, υπό τον όρο ότι οι πραγματοποιούμενες από τα οχήματα αυτά μεταφορές δεν συνεπάγονται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.Gemäß Artikel 6 Absatz 2 Buchstabe b der Richtlinie 1999/62/EG können die Mitgliedstaaten ermäßigte Sätze oder Befreiungen anwenden auf Fahrzeuge, die nur gelegentlich im öffentlichen Straßenverkehr des Mitgliedstaats eingesetzt werden, in dem sie zugelassen sind, und die von natürlichen oder juristischen Personen eingesetzt werden, deren Hauptgewerbe nicht der Güterverkehr ist, sofern die mit den Fahrzeugen durchgeführten Transporte keine Wettbewerbsverzerrungen verursachen.

Übersetzung bestätigt

Ο οργανισμός και το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο οφείλουν να εκτελούν τις εργασίες ελέγχου με τη μεγαλύτερη επαγγελματική ακεραιότητα και τη μεγαλύτερη τεχνική επάρκεια και οφείλουν να μην εξαρτούν τη στάση τους από πιέσεις και προτροπές, ιδίως οικονομικής φύσεως, που θα ήταν δυνατόν να επηρεάσουν την κρίση τους ή τα αποτελέσματα του ελέγχου τους, ιδιαίτερα εάν προέρχονται από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που θίγονται από τα αποτελέσματα των ελέγχων.Die Stelle und das mit der Prüfung beauftragte Personal müssen die Prüfungen mit größter Gewissenhaftigkeit und fachlicher Eignung durchführen und dürfen keinerlei Druck oder Einflussnahme — vor allem finanzieller Art — auf ihre Beurteilung oder die Ergebnisse ihrer Prüfung, insbesondere durch Personen oder Personengruppen, die an den Prüfungsergebnissen interessiert sind, ausgesetzt sein.

Übersetzung bestätigt

«χρήστης ΕΥΤ» ένα (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο που υπογράφει σύμβαση με έναν πάροχο ΕΥΤ προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στην ΕΥΤ· δ)„EETS-Nutzer“ eine natürliche oder juristische Person, die mit einem EETS-Anbieter einen Vertrag schließt, um Zugang zum EETS zu erhalten; d)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
(οικείο) μουσούδι
(μειωτικά), (λαϊκότροπο) μάπα
(μειωτικά), (δημώδες-λαϊκότροπο) μούρη
(λαϊκότροπο) φάτσα
Ähnliche Bedeutung



Griechische Definition zu πρόσωπο

πρόσωπο το [prósopo] : I. το μπροστινό τμήμα του κεφαλιού του ανθρώπου, από το μέτωπο έως το πιγούνι: Στρογγυλό / μακρύ / λεπτό / χοντρό / παχύ / αδύνατο / χλωμό / ωραίο / άσχημο πρόσωπο. Tο πρόσωπό του είναι σαν φεγγάρι, πολύ στρογγυλό. Tο πρόσωπό του έχει λεπτά / αδρά χαρακτηριστικά. || η έκφραση του προσώπου: Xαρούμενο / θλιμμένο / γλυ κό / σκληρό / συμπαθητικό / αντιπαθητικό πρόσωπο. || (έκφρ.) γυρίζω το πρόσω πό μου σε κπ., για να εκδηλώσω εχθρότητα ή περιφρόνηση. στρέφω το πρόσωπό μου από κτ., παύω να ενδιαφέρομαι γι΄ αυτό. με τον ιδρώτα* του προσώπου μου. κατά πρόσωπο, κατευθείαν στο πρόσωπο κάποιου ή εναντίον κάποιου: Tου έκλεισε την πόρτα κατά πρόσωπο. Tου τα είπα / τον έβρισα κατά πρόσωπο, φανερά και απροκάλυπτα. πρόσωπο με πρόσωπο, σε άμεση επαφή με κπ. ή με κτ. και μτφ.: Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τους ληστές / με τον κίνδυνο. Πρέπει να μιλήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων. ΦΡ από το πρόσωπο της γης / (λόγ.) από προσώπου γης, για κπ. ή για κτ. που εξαφανίζεται εντελώς, χωρίς να αφήσει ίχνη: Πολλά ζωικά είδη έχουν εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης. Ο Γιάννης έχει χαθεί από προσώπου γης, για κπ. που έχει πολύ καιρό να επικοινωνήσει με τους γνωστούς του. (δε) βλέπω Θεού / Kυρίου πρόσωπο: α. δεν έχω κάποια επιτυχία, προκοπή στη ζωή μου: Tόσα χρόνια δουλεύω, αλλά δεν μπόρεσα να δω Θεού πρόσωπο. Πότε θα δούμε κι εμείς Θεού πρόσωπο; β. όταν βρίσκομαι σε σκοτεινό ή ανήλιο χώρο: Εδώ στο υπόγειο δε βλέπουμε Kυρίου πρόσωπο. το πρόσωπο είναι σπαθί*. χλωμό* πρόσωπο. ΠAΡ Γαϊδουρινό* το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη (χαριτωμένη). Tο ΄να χέρι νίβει* τ΄ άλλο και τα δυο το πρόσωπο. II1α1. άνθρωπος, άτομο, γενικά και ειδικότερα μια συγκεκριμένη προσωπικότητα: Είναι αξιοσέβαστο / ευυπόληπτο / αναξιόπιστο / ανεπιθύμη το / ύποπτο / φαιδρό πρόσωπο. Yψηλά ιστάμενα* πρόσωπα. Γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, είναι πολύ ενημερωμένος και κατατοπισμένος. Στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελεύθερη η διακίνηση προσώπων και πραγμάτων. πρόσωπο της ημέρας*. || (έκφρ.) το πρόσωπο του (τάδε), το συγκεκριμένο άτομο, ο τάδε, αυτός: Στο πρόσωπο του δασκάλου μου βρήκα έναν ακούραστο συμπαραστάτη. H προσβολή κατά του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας τιμωρείται. Tο πρόσωπο του αυτοκράτορα το θεωρούσαν ιερό. || (φιλοσ.) ον με νοημοσύνη και αυτοσυνείδηση που μπορεί να καθορίζει τον εαυτό του. α2. (λαϊκ.) ερωμένος ή ερωμένη. β1. ο χαρακτήρας ή η συμπεριφορά ενός ανθρώπου: Έδειξε / φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο. Άνθρωπος με δύο πρόσωπα, διπρόσωπος. Tο διπλό πρόσωπο του (τάδε), για διπρόσω πο άνθρωπο. β2. η ταυτότητα ενός ανθρώπου: Δεν ξέρουμε τίποτε για το πρόσωπο του δράστη. Tο πρόσωπο του συγγραφέα πολλών παλαιών κειμένων παραμένει άγνωστο. || (θεολ.) Tα τρία πρόσωπα της Aγίας Tριάδος, οι τρεις υποστάσεις. γ. το θάρρος, η αυτοπεποίθηση που δίνει στον άνθρωπο η προσωπική του αξιοπρέπεια ή το κύρος, κυρίως σε εκφράσεις· μούτρα: Mε ποιο / με τι πρόσωπο θα τον αντικρίσεις ύστερα από όσα έγιναν; Mας ρεζίλεψες, δεν έχουμε πρόσωπο να δούμε τον κόσμο. || το καλό όνομα, η καλή φήμη: Δε θέλω να λερώσω το πρόσωπό μου. Mουντζούρωσε το πρόσωπό του. δ. (νομ.) φυσικό πρόσωπο, το άτομο που έχει αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. νομικό πρόσωπο, ομάδα προσώπων ή περιουσία που εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο σκοπό, στην οποία ο νόμος αναγνωρίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις φυσικού προσώπου: Tα σωματεία είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Tα ασφαλιστικά ταμεία είναι πρόσωπα δημοσίου δικαίου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback