Griechische Definition zu ος
ος, αντων. άκλ.
1) α) Στη θέση της άκλ. αναφορ. αντων.
που ή της κλιτής αναφορ. αντων.
ο οποίος (και στα τρία γένη και σ’ όλες τις πτώσεις)
: εφύτεψεν ο κύριος ο Θεός περιβόλι … κι έβαλεν εκεί τον άνθρωπο ος έπλασεν (Πεντ. Γέν. II 8· αυτ. Γέν. V 29), (αυτ. Δευτ. III 4)·
(με παράλ. του ρ.)
: το ξύγγι οπού σκεπάζει την κοιλιά και όλο το ξύγγι ος ιπί την κοιλιά (αυτ. Λευιτ. III 9· αυτ. Γέν. XXXV 4)·
β) ως απόδοση της πρόθ.
εις και της αναφορ. αντων.
οποίος: ήρτα σήμερα εις προς τη βρύση και είπα: « ….αν είσαι (ενν. Κύριε) εδά καταβγοδώνεις τη στράτα μου ος εγώ πάγω απάνου της (αυτ. Γέν. XXIV 42).
2) Στη θέση της αναφορ. αντων.
ο οποίος και της συσχετικής δεικτ.
αυτός: μόνε ος έφαγαν τα παλληκάρια και μερτικό των ανθρώπων ος επήγαν μετ’ εμέν, …, εκείνοι να πάρουν το μερτικό τους (αυτ. Γέν. XIV 24)·
(εδώ έναρθρο)
: (αυτ. Γέν. IX 24)·
τώρα υιέ μου, άκουσε εις τη φωνή μου, εις το ος εγώ παραγγέλνω εσέν (αυτ. Γέν. XXVII 8).
3) Με προηγ. το επίθ.
πας στη θέση της αναφορ. αντων.
όποιος, -α, -ο: παν ος δεν είναι κουκκωτό και παρδαλό εις τα γίδια και μαύρο εις τα πρόβατα (αυτ. Γέν. XXX 33)·
4) Στη θέση της αναφορ. ποσοτ. αντων.
όσος: απόμεινεν μόνε ο Νοάχ και ος μετά κείνον εις το κιβωτό (αυτ. Γέν. VII 23)·
έκφρ. (το) όλο ος, βλ. όλος Έκφρ. 9.
5) Στη θέση του αναφορ. τοπ. επιρρ.
όπου: εδιάβην (ενν. ο Αβραάμ) … ως το τόπο ός ήτον εκεί η τέντα του (αυτ. Γέν. XIII 3· αυτ. Έξ. V 11).
6) Στη θέση του χρον. συνδ.
όταν: να δώσεις το ποτήρι του Φαραώ εις το χέρι του σαν το μόδο το πρώτο ος ήσον πικέρνης του (αυτ. Γέν. XL 13).
7) Στη θέση του αιτ. συνδ.
επειδή: (αυτ. Γέν. XXXIV 27)·
έδωσεν ο Θεός το μιστάρι μου, ος έδωσα τη σκλάβα μου του αντρός μου (αυτ. Γέν. XXX 18).
8) Στη θέση του τελικού συνδ.
για να: έστησεν τα ραβδιά … εις τις ποτίστρες του νερού ος να έρτουν το ποίμνιο να πιουν (αυτ. Γέν. XXX 38).
9) Στη θέση του ειδικού συνδ.
ότι: αν δεν κάμετε έτσι, ιδού εφταίξετε του Κύριου και ξέρετε το φταίξιμό σας ος να εύρει εσάς (αυτ. Αρ. XXXII 23).
[αρχ. αντων. ος]
[...]
http://www.greek-language.gr