μέγας Adj.  [megas, meras]

  Adj.
(29)

Etymologie zu μέγας

μέγας altgriechisch μέγας


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Noch keine Grammatik zu μέγας.



Griechische Definition zu μέγας

μέγας, επίθ.· μεγάλος· ουδ. μέγαν· συγκρ. μεγαλιότερος· μεγαλλύτερος· μεγαλότερος· υπερθ. μεγαλότατος· μεγιστότατος· θηλ. μέγιστος. — Βλ. και .

1)
α) Μεγαλόσωμος, σωματώδης:
(Διγ. Z 3880
(προκ. για ζώα):
(Ερωτόκρ. Β́ 235
β) ψηλός:
(Ερμον. Δ 176).
2) Ενήλικος· (ο πιο) μεγάλος στην ηλικία:
(Ερωφ. Δ́ 659
εφόρεσαν (ενν. οι άντρες Νινβέ) σακκί από μέγα αυτών και ως μικρόν (Ιων. III 5).
3)
α) (Σχετ. με έκταση, μέγεθος, διαστάσεις, κλπ.) απέραντος, αχανής:
(Ριμ. κόρ. 598), (Πανώρ. Β́ 257
β) πελώριος, ευμεγέθης:
(Χρον. σουλτ. 4424
οι κοκάλοι του (ενν. του αλόγου) μεγάλοι (Πτωχολ. α 442).
4) (Ως επίθ. του Θεού):
(Π. Ν. Διαθ. φ. 335 α 3).
5) (Ως επίθ. της Παναγίας):
Μαρία … πανάχραντε, πάντων μεγαλοτέρα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 46).
6) (Ως επίθ. βασιλέων, μοναρχών, κλπ.):
(Πτωχολ. α 193), (Byz. Kleinchron. Á 4415).
7)
α) Επιφανής, σπουδαίος:
βασιλέα μέγαν (Πτωχολ. α 919· Πανώρ. Αφ. 25
οι μεγάλοι άνθρωποι οι κεφαλάδες όλοι (Χρον. Μορ. H 5697
β) ευγενής, που κατάγεται από αρχοντική γενιά:
πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι (ενν. οι χαρές) να μπούσι (Ερωτόκρ. Ά 660).
8) Που έχει μεγάλη ισχύ, δικαιοδοσία, κλπ.:
(Κορων., Μπούας 18
το αντίδικον μέρος αν θέλει … ποιεί κράξιμον εις μεγαλότερον κριτήν (Ελλην. νόμ. 51930).
9) (Προκ. για φυσικά φαινόμενα) ισχυρός, σφοδρός:
(Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 402), (Ερωφ. Β́ 237).
10) (Προκ. για ήχους) δυνατός, ηχηρός:
(Χρον. Μορ. P 4817), (Ερωτόκρ. Β́ 955).
11) (Προκ. για χρονική διάρκεια) πολύς:
ώρα διάβη μεγάλη (Αλεξ. 2759).
12) Πολυάριθμος:
έθνος μεγάλο και δυνατό (Πεντ. Γέν. XVIII 18).
13)
α) Προκ. για μεγάλη ένταση, διάρκεια, έκταση, κλπ. κάπ. κατάστασης, γεγονότος, κλπ.:
θανατικόν μέγα (Έκθ. χρον. 3311
μέγαν πόλεμον (Μαχ. 11023
β) (προκ. για ύπνο) βαθύς:
(Ιμπ. 541
γ) δεινός, φοβερός:
μεγάλον πράγμα και φρικτόν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2247
δ) ανδρείος, θαρραλέος:
είχεν (ενν. ο καπετάνιος) ψυχήν μεγάλην (Χρον. Τόκκων 160).
14) Αξιόλογος, σημαντικός:
Μεγαλότατον είναι το βιβλίον της Αγίας Γραφής (Ροδινός 88).
15) Υψηλός, βαθυστόχαστος:
(Ερωφ. Ά 585
νοήματα μεγάλα (Ιστ. πατρ. 1289).
16)
α) Σοβαρός, «βαρύς»:
σφάλμα μας μεγάλο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 9325
όρκον έκαμε μεγάλον (Πτωχολ. Β 308
β) δύσκολος, επικίνδυνος:
(Ερωφ. Δ́ 74
είντα ελπίδαν έχεις εις έτοιο πράμα δύσκολο, σ' έτοια δουλειά μεγάλη (Ερωτόκρ. Ά 367).
17) Αυστηρός, ρητός:
ορίζει η … εκκλησία … επιτίμια και κανόνας μεγίστους (Μάρκ., Βουλκ. 3398).
18) Ακριβός:
έκαμεν (ενν. ο βεζίρης) εις όλα τα πράγματα … από μικρόν έως μέγα νάρκι (Συναδ. φ. 73v).
19) Υπερπλήρης:
μέγα μουζούρι θέλουσιν οπόταν αγοράζουν (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 384).
20) Πομπώδης, επιδεικτικός, καυχησιάρικος:
λόγια εύκαιρα και μεγάλα (Αιτωλ., Μύθ. 12629).
21) (Προκ. για τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα):
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 4531
Μέγα Σάββατον (Πουλολ. 180· Σπαν. (Ζώρ.) V 452).
22) Εκτενής, διεξοδικός:
να σας ειπώ αφήγησιν, καταλογήν μεγάλην (Χρον. Μορ. H 1201).
23) (Προκ. για γεύμα) πλούσιο:
(Φλώρ. 777).
Εκφρ.
1) Εις το μέγα, βλ. εις Εκφρ. 18.
2) Μέγας αυθέντης ή αφέντης = σουλτάνος (πβ. αυθέντης 5 και μεγαφέντης):
(Byz. Kleinchron. Á 27323, 36917).
3) Μεγάλη αυλή, βλ. αυλή 3α έκφρ.
4) Μέγα μύρο(ν), βλ. μύρον Εκφρ.
5) Μέγας βασιλεύς =
(α) ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου:
(Byz. Kleinchron. Á 6101
(β) σουλτάνος:
(Byz. Kleinchron. Á 3205).
6) Mέγας δομέστικος, βλ. δομέστικος 1β.
7) Μέγας δουξ ή δούκας, βλ. δουξ 2.
8) Μεγάλη εκκλησία =
(α) η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης:
(Hagia Sophia ω 5164
(β) το Οικουμενικό Πατριαρχείο:
(Συναδ. φ. 47r).
9) Μέγας Κύρης, βλ. κύρης 1α έκφρ.
10) Μέγας λογοθέτης, βλ. λογοθέτης Ά1β και Β́2.
11)
α) Μέγας μάγιστρος, βλ. μάγιστρος
β) μέγας μα(γ)ίστωρ ή μαΐστορας, βλ. μαγίστωρ Έκφρ.
12)
α) Μέγας μεσάζος, βλ. μεσάζος
β) μέγας μεσάζων, βλ. μεσάζων έκφρ.
13) Μέγα μήνυμα, βλ. μήνυμα 5.
14) Μέγα πράγμα = θαύμα:
(Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 259r).
15) Μέγας πριμικήριος, βλ. πριμικήριος.
16) Μέγας προφήτης = ο Μωάμεθ:
(Διγ. Gr. 278).
17) Μέγας σακελλάριος, βλ. σακελλάριος.
18) Μέγας στρατοπεδάρχης, βλ. στρατοπεδάρχης.
19) Mεγάλη Συντροφία, βλ. συντροφία.
20) Μέγας τσαούσης, βλ. τσαούσης.
Το αρσ. ως ουσ. = άρχοντας, αξιωματούχος:
(Πτωχολ. α 276).
Το ουδ. ως ουσ.·
φρ. φρονώ τα μεγάλα = έχω αλαζονικές ιδέες:
(Βίος Αλ. 3899).
Τα ουδ. μέγα(ν) και μεγάλα επιρρ. = πολύ, σε μεγάλο βαθμό:
(Βέλθ. 392
τα χείλη σου … μεγάλα σ' ασχημίζουν (Βέλθ. 563
(μαζί με ουσ. πιθ. ως επίρρ. αντί επιθ.):
τα τείχη να χαλούσι, μέγα χαλάστρα να γενεί (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38312· Μαχ. 383).
[αρχ. επίθ. μέγας. Ο τ. μεγάλος (κλητ. ‑ε αρχ., L‑S· αιτ. ‑ον μτγν., Steph.) τον 4. αι. και σήμ. Ο συγκρ. μεγαλότερος τον 9. αι. και στο ΕΜ. Ο υπερθ. μεγαλότατος στο ΕΜ και μεγιστότατος μτγν. Η λ. και διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback