Griechische Definition zu λέγω
λέγω· ελέγω· λέω· γ́ πληθ. λέσι· λέσινε· αόρ. είπουν· μτχ. ενεστ. λέγας· λεγάμενος. 
I. Ενεργ. 
Ά Μτβ. 
1) α) Μιλώ, λέω
: (Ερωφ. Δ́ 470), (Πανώρ. Ά 58)· 
(με σύστ. αντικ.)
: (Γεωργηλ., Βελ. Λ 294), (Διήγ. παιδ. 811)· 
(για έμφαση μαζί με το 
λαλώ)
: έχω να ειπώ και να λαλήσω ρήμα  (Διήγ. παιδ. 631)· 
 β) αναφέρω, κάνω λόγο για κ.
: (Προδρ. IV 248)· 
τ’ όνομά μου το γλυκύ κιαμιά φορά να λέγεις  (Ερωφ. Έ 289)· 
 γ) συνηθίζω να λέω, χρησιμοποιώ μια κοινή έκφραση
: εις μια κλωστή μπαμπακερή κρέμομαι, σαν το λέσι  (Ερωφ. Β́ 446· Πεντ. Γέν. X 9). 
  2) (Με είδος σύστ. αντικ.)
: λέγει (ενν. o Δεμέστικος) προς τον πρίγκιπα απόκρισιν ετέτοιαν  (Χρον. Μορ. Η 5514). 
 3) Συζητώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω
: σύρσου καμπόσο 'ς μια μεριά ν’ ακούσομε είντα λέσι  (Φορτουν. Δ́ 453). 
 4) Προφέρω
: τ’ όνομά σου το γλυκύ λέγοντας με χορταίνει  (Πανώρ. Γ́ 560). 
 5) Διηγούμαι, εξιστορώ
: πολλές … ηθέλανε το λέγει για παραμύθι  (Ερωτόκρ. Ά 973· Διγ. Άνδρ. 3974)· 
(με είδος σύστ. αντικ.)
: να σας ειπώ αφήγησιν, καταλογήν μεγάλην  (Χρον. Μορ. Η 1201· Ριμ. Βελ. ρ 982). 
 6) Μνημονεύω, προαναφέρω
: εμήνυσεν ο ρήγας του ρηθέντος Καρλούν Τζε να σταθεί …  (Μαχ. 5825). 
 7) Σημειώνω, τονίζω
: να γυρίσετε στην εδική σας χώρα. Λέγω στη χώρα σας, γιατί δεν είστε … στην Κρήτη πλιο  (Ερωφ. Πρόλ. 111). 
 8) Παριστάνω, παρουσιάζω
: ό,τι γροικούν τ’ αθρώπου πως τ’ αρέσει, αν έχει βλάβη και κακό, κείνοι καλό το λέσι  (Ερωτόκρ. Γ́ 146). 
 9) Ανακοινώνω, γνωστοποιώ
: τούτη τση την απόφαση σήμερον είπε μού τη  (Ερωφ. Έ 558). 
 10) α) Ρωτώ
: με γλυκότη του ρηγός στά του 'πε απιλογήθη  (Ερωτόκρ. Ά 1948· Κοσμογ. 1031)· 
 β) αναρωτιέμαι
: εκλαίγανε κι ελέγανε ποιοι να 'ναι σκλαβωμένοι  (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44013). 
  11) Ζητώ, αξιώνω
: δεν σώνει που μας έσυρνε εκεί στην ερημίαν, μα λε να πολεμήσομε του Πώρου βασιλείαν  (Αλεξ. 1744). 
 12) Απαντώ
: ειπέ με, κύκνε ασύσσουμε … τι θέλεις εις τον γάμον;  (Πουλολ. 7). 
 13) α) Παρακαλώ, ικετεύω
: ήλεγε (ενν. το παιδί) των Τουρκώ να μην το πάρου  (Λεηλ. Παροικ. 433· Διγ. Άνδρ. 37010)· 
 β) επικαλούμαι τη βοήθεια κάπ.
: δεν έλεγες … τους αδελφούς σου … του φτάσειν και κρημνίσειν με  (Διγ. Ζ 1870). 
  14) Αναφωνώ, κραυγάζω
: «… βαβαί! πού το λαμπρόν μου γένος;» Και ταύτ’ ειπών εξήπλωσεν  (Βέλθ. 1182)· 
(με είδος σύστ. αντικ.)
: στριγγή φωνήν ελέγασιν  (Θρ. Κων/π. 110). 
 15) α) Αποκαλύπτω, φανερώνω
: πρόσεξε δε μη τα ειπείς εξ ων σε εμπιστεύθην  (Βέλθ. 984· Ερωφ. Έ 349)· 
 β) εξομολογούμαι, εκμυστηρεύομαι, λέω κ. εμπιστευτικά
: κράζει τη νένα τση χωστά …, με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση  (Ερωτόκρ. Ά 646· Σπαν. Ο 252). 
  16) Πληροφορώ, ενημερώνω
: ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ μ’ εβιάζαν  (Απόκοπ. 128). 
 17) α) Διαβιβάζω
: θες τσ’ ειπεί από λόγου μου πως …  (Ερωφ. Δ́ 95)· 
να πεις των πονεμένων … χαιρετισμούς  (Απόκ. 555)· 
 β) ειδοποιώ, στέλνω μήνυμα, παραγγέλλω
: (Βελλερ., Επιστ. 62)· 
Γύρεψε τον Πανάρετο λοιπό, κι απ’ όνομά μου του 'πέ πως τονε καρτερώ  (Ερωφ. Β́ 182). 
  18) α) Βεβαιώνω
: Νένα, 'ποθαίνω, λέγω σου  (Ερωφ. Έ 295)· 
 β) αποδεικνύω
: αυτός δεν είναι ουδέ στραβός ουδέ ζουγλός, Φροσύνη, και μαρτυρά και λέγει το το πράμαν οπού γίνη  (Ερωτόκρ. Ά 1024). 
  19) Απαγγέλλω
: (Εκατόλ. Μ 18), (Αχιλλ. Ο 518). 
 20) Διακηρύσσω, διαλαλώ
: είν’ καλύτερο, γαμπρό να κάμεις ένα να λέγει πως την βασιλειάν επήρεν από σένα  (Ερωφ. Δ́ 524). 
 21) Προλέγω, προφητεύω
: ένας του άλλου ηλέγαμεν τό έχομεν να γενούμεν  (Διήγ. ωραιότ. 429· Πεντ. Γέν. V 29). 
 22) Υπερασπίζομαι
: ως εγνώρισε ο αφέντης πως ορίζει να πει κι αυτός το δίκιο του, έτοιας λογής αρχίζει  (Ερωτόκρ. Β́ 850). 
 23) α) Υποστηρίζω, πρεσβεύω, φρονώ
: απ’ το φόβο λέγουσι το ψόμα πως κινάται  (Ερωτόκρ. Β́ 887)· 
 β) ισχυρίζομαι
: τώρα λογούμαι βασιλιός, τώρα την εντροπή μου μπορώ να πω πως έλειωσεν η χέρα η εδική μου  (Ερωφ. Έ 232· Στάθ. Ά 71). 
  24) Καταθέτω
: (Ασσίζ. 35120)· 
να ομόσουν επάνω εις τα άγια να πουν αλήθειαν  (Ασσίζ. 29625). 
 25) Προβάλλω κάπ. δικαιολογία, προφασίζομαι
: το στέμμα … ουδέν το επαραδέχτη … λέγων: «Ουκ είμαι άξιος …»  (Χρον. Μορ. Ρ 109· Ερωφ. Ά 645). 
 26) Παραδέχομαι, ομολογώ
: θέλω την κάμει να το πει κι εκείνη μοναχή τση  (Ερωφ. Δ́ 447). 
 27) α) Εννοώ
: (Ψευδο-Σφρ. 56233)· 
 β) σημαίνω, δηλώνω
: δε γνώθει είντα θα πει πέλαγο και κολόνες  (Στάθ. Β́ 284)· 
 γ) ερμηνεύω, εξηγώ
: ηφέραν το βιβλίον όπου έγραφαν κι ελέγασι του τόπου τα συνήθια  (Χρον. Μορ. Η 7568)· 
 δ) επεξηγώ, διευκρινίζω
: ένα γεράκι ζωντανό στο δίκτυ μπερδεμένο με γράμματα που λέγασι πως είναι σκλαβωμένο  (Ερωτόκρ. Β́ 226). 
  28) α) Πιστεύω, νομίζω, έχω την εντύπωση
: έλεγα πως η μοίρα μου τούτά 'χε μου χαρίσει  (Ερωφ. Ά 377)· 
(εδώ χρ. της δυνητικής οριστ. 
να είπες)
: τα δένδρα τα αμίλητα να είπες και αδονούσαν  (Αχιλλ. L 780· Βέλθ. 453)· 
 β) φαντάζομαι, υποθέτω
: οπού σε βλέπει, αφασιανέ, ότι φορείς το ρούχον … να ειπεί ότι είσαι αρχοντόπουλον  (Πουλολ. 275). 
  29) α) Εκφράζω, διατυπώνω
: τη βουλή μου μ’ ορίζεις ποιά 'ναι να την πω  (Στάθ. Ιντ. β́ 82)· 
 β) αποφαίνομαι, γνωματεύω
: Μην βαρεθείτε το ζιμιό ώστε να ιδείτε τέλος, κι ύστερα με τον λόγον σας πέτε αν έχει οφέλος  (Ευγέν. Πρόλ. 154· Ερωτόκρ. Δ́ 1360). 
  30) α) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι
: όσοι τον είδαν είπασιν άγγελον ομοιάζει  (Ιμπ. 399)· 
 β) σκοπεύω (να κάνω κ.)
: λέγω ν’ αφήσω τα πολλά  (Διήγ. παιδ. 209)· 
 γ) παίρνω την απόφαση, αποφασίζω κ.
: εάν ευρείτε και σφαλτόν να μη με βλασφημάτε, ότι εγώ ως αμαθής είπα να γράψω ρίμα  (Σταυριν. 1293). 
  31) Εκφωνώ
: να λέγει και να γράφει πολιτικά μετριάσματα και πολιτογραφίας  (Προδρ. II 7). 
 32) Τραγουδώ
: ο τραγουδιστής … οπού τη νύκτα έτσι γλυκιά τα βάσανά του λέγει  (Ερωτόκρ. Ά 475)· 
(με είδος σύστ. αντικ.)
: μοιριολόγιν έλεγε  (Βέλθ. 128· Λόγ. παρηγ. L 205). 
 33) Προστάζω, διατάζω
: (Συναξ. γυν. 889), (Καλλίμ. 1280). 
 34) α) Συμβουλεύω, νουθετώ
: όσο η Φροσύνη τση 'λεγε το μίλημα ν’ αφήσει τόσο την εξαγρίευγε  (Ερωτόκρ. Γ́ 529)· 
 β) παρακινώ, προτρέπω
: ο πόθος και η αγάπη μου … ελπίδες με γεμώνουσι … και λέσι μου να χαίρομαι  (Φορτουν. Γ́ 421)· 
 γ) υποδεικνύω, καθοδηγώ
: μαζώνει τα (ενν. τα χορτάρια) καταπώς της ειπώθηκε (ενν. από την Παναγία)  (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 422)· 
 δ) διδάσκω
: Ο μύθος λέγει μας …  (Αιτωλ., Μύθ. 12525)· 
 ε) προτείνω· συνιστώ
: αμή λέγω … να βρούμεν αληθή πούπετε μάντην  (Ερμον. Η 230· Προδρ. IV 567). 
  35) α) Ονομάζω, αποκαλώ
: (Ερωτόκρ. Ά 1886), (Πανώρ. Έ 25)· 
 β) χαρακτηρίζω
: φταίσιμο … γή κρίμα δε μπορούσι όσοι κι αν το γροικήσουσι, με δίκιο να το πούσι  (Ερωφ. Β́ 262). 
  36) α) Σχολιάζω
: (Χρον. Μορ. Η 5008)· 
συκοφαντούν και λέγουν με ότι αγαπώ σε, αφέντρα  (Ch. pop. 224)· 
(με σύστ. αντικ.)
: τα χείλη των κακόγλωσσω … ουδέναν εισέ ψέγωση λόγο ποτέ να πούσι  (Ερωφ. Αφ. 20)· 
 β) διαδίδω, μεταφέρω φήμη
: λέγουσι και τούτο, πως ο Καρμουρίδας των αφήκε δ́ χιλιάδες υπέρπυρα  (Επιστ. ηγουμ. 175). 
  37) α) Προσάπτω, καταλογίζω· κατηγορώ κάπ. για κ.
: τσ’ Ερωφίλης … να λέγει χίλιες εντροπές  (Ερωφ. Δ́ 86)· 
λέγεις γαρ ως … την σύζυγον αφήρπασα  (Βέλθ. 1240)· 
 β) επιπλήττω
: πολλά να λυπηθείτε κι ογιάντα να το δηγηθώ στο 'στερο να μου πείτε  (Ερωφ. Έ 34)· 
 γ) απειλώ
: έρωτας … τυραννά με … με το ξιφάρι μού μιλεί, με τη σαῒτα λέγει  (Ερωτόκρ. Ά 1669). 
  38) Επιθυμώ
: ορίζει προς με …: «πρωτοβεστιαρίτα, … συ λέγω να απέλθεις εις τον Μορέαν …»  (Σφρ., Χρον. 11824). 
 39) Υπολογίζω την αξία κάπ.
: Σαν πολλά τον λες τον γέρο, σαν πολλήν τιμήν τον κάμνεις  (Πτωχολ. Β 92). 
 40) Διαλέγω, προτιμώ
: (Ερωφ. Β́ 215). 
  Β́ Αμτβ. 
1) Μιλώ
: πολλάκις οι απρόσεκτοι λέγουν απερισκέπτως  (Σπαν. Α 345). 
 2) Αναφέρομαι σε κ., κάνω λόγο για κ.
: εγώ θωρώ τα χρονικά, λέγουν δι’ ανδρειωμένους  (Θρ. πατρ. 93). 
 3) Προαναφέρω
: Για τούτο, ως είπα, δεν παινώ του βασιλιού τα πλούτη  (Ερωφ. Ά 577). 
 4) Συζητώ
: δεν εντρέπεστε … διά τα μαλλιά να λέετε;  (Συναξ. γυν. 591). 
 5) α) Γνωμοδοτώ
: Τσ’ άρχοντες … έκραξε για να πούσι  (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33521)· 
 β) συγκατατίθεμαι, συμφωνώ
: άραντες ουν αυτόν και μη θέλοντα ειπείν εποιήσαντο … πατριάρχην  (Ιστ. πολιτ. 109). 
  6) Θρηνολογώ
: εθάμπυναν τα μάτια μου από το πε και κλάψε  (Γεωργηλ., Θαν. 84). 
 7) (Προκ. για μουσικό όργανο) ηχώ
: όρισεν, ελαλήσασιν και είπαν τα σαλπίγγια  (Χρον. Μορ. Η 1136). 
 8) (Παρενθετικά) επαναλαμβάνω
: Ο τόπος όπου επέζευσα, λέγω, εκεί όπου εστάθην  (Απόκοπ. 23). 
 9) (Μεταβατικά) λοιπόν
: «Όταν την απήρα, λέγω, εκ το χέριν, όπερ οίδας …»  (Πτωχολ. α 630). 
   II. Μέσ. 
1) Διαδίδομαι
: τα λόγια όπου ειπήθησαν ενταύτα εις τα φουσσάτα μη τα πιστέψει γαρ κανείς  (Χρον. Μορ. Η 3896). 
 2) Είμαι
: του Λαρδοφάγου του ρηγός λέγεται θυγατέρα  (Ζήνου, Βατραχ. 49). 
 3) (Με ενεργ. σημασ.) 
α) διηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω
: ή γλώσσα να ελέξεται και χείρα να συγγράψει … τά γέγονεν εις Τροίαν  (Βυζ. Ιλιάδ. 12)· 
 β) συζητώ
: ο βασιλεύς … τον δέχθη και εις το σπίτι μετ’ αυτού πολλήν ώραν ελέχθη  (Κορων., Μπούας 86). 
   Φρ. 
1) Είπα, ειπέτε = είδος παιδικού παιχνιδιού
: (Προδρ. IV 369). 
 2) Λέγει ο λογισμός (μου) = 
(α) έχω τη διαίσθηση
: (Ερωτόκρ. Ά 661)· 
(β) σκέφτομαι, συλλογίζομαι
: (Θρ. πατρ. Ο 90). 
3) Λέγει ο νους μου, η όρεξή μου = προαισθάνομαι
: (Ερωφ. Β́ 86), (Ερωτόκρ. Ά 1361). 
 4) Λέγεται κ. 
βεβαίως = αποδεικνύεται, είναι βέβαιο
: (Διγ. Esc. 1675). 
 5) Λέγεται κ. 
εν τοις ωσί μου = πληροφορούμαι, μαθαίνω
: (Ψευδο-Σφρ. 38620). 
 6) Λέγεται λόγος παλαιός = αναφέρεται από την παράδοση
: (Χειλά, Χρον. 353). 
 7) Λέγουν με ονόματι, το όνομά μου = έχω το όνομα, ονομάζομαι
: (Φυσιολ. 37137), (Ερωτόκρ. Β́ 221). 
 8) Λέγω (από) μέσα μου, εις νουν, εις την ψυχήν μου, μέσα στο νου μου, μόνος μου, τον εαυτόν μου = σκέφτομαι, συλλογίζομαι
: (Ερωτόκρ. Γ́ 1301, Ά 494), (Καλλίμ. 1042), (Διγ. Esc. 1420), (Παλαμήδ., Βοηβ. 655), (Βέλθ. 733, 725). 
 9) Λέγω βουλήν = αποφασίζω
: (Καλλίμ. 1032). 
 10) Λέγω (εις) πληροφορίαν = πληροφορώ, γνωστοποιώ, θέτω υπόψη κάπ.
: (Χρον. Μορ. H 4225), (Χρον. Μορ. Ρ 715). 
 11) Λέγω κ. 
εκ στόματος = διηγούμαι λεπτομερώς
: (Χρον. Μορ. Η 3125). 
 12) Λέγω κακό, βλ. κακόν Φρ. 1. 
13) Λέγω καλλιά = προτιμώ
: (Ερωφ. Β́ 212). 
 14) Λέγω καλόν, καλά, βλ. καλόν (I) Φρ. 3. 
15) Λέγω κατά της διαθήκης = προσβάλλω τη διαθήκη
: (Ελλην. νόμ. 57913). 
 16) Λέγω (την) λειτουργίαν = λειτουργώ
: (Διήγ. ωραιότ. 363, 862). 
 17) Λέγω κ. 
μεγάλως = μεγαλοποιώ
: (Προδρ. IV 280). 
 18) Λέγω το ναι = συγκατατίθεμαι
: (Ερωτόκρ. Β́ 464). 
 19) Λέγω την ομιλίαν = συζητώ, συνομιλώ
: (Σαχλ., Αφήγ. 224). 
 20) Λέγω όρκους κάπ. = 
(α) δίνω ένορκες διαβεβαιώσεις
: (Απόκοπ. 253)· 
(β) εξορκίζω
: (Λίβ. Ν 1557). 
21) Λέγω (το) όχι σε κάπ. = αρνούμαι, αποκρούω (ερωτική συν.) πρόταση
: (Ερωτόκρ. Έ 1420), (Ερωφ. Β́ 300), (Κυπρ. ερωτ. 743). 
 22) Λέγω σε κάπ. 
τα παστικά του = βρίζω κάπ.
: (Φορτουν. Δ́ 362). 
 23) Λέγω την προσευχή μου = προσεύχομαι
: (Γαδ. διήγ. 297). 
 24) Λέγω τα συγχαρίκια = ανακοινώνω ένα χαρμόσυνο γεγονός
: (Διγ. Gr. 919). 
 25) Υπάγω ή (υ)παγαίνω λέγοντας = συνεχίζω, συνεχίζω να λέω
: (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 267v, φ. 85v, φ. 136r). 
 Το γ́ εν. ενεστ. απρόσ. = 
1) (Ενεργ.) αναγράφεται, αναφέρεται
: ακούσατε τι λέγει εις τας Πράξεις των αγίων Αποστόλων  (Ιστ. πατρ. 18813). 
 2) (Μέσ.) φημολογείται
: τον πλούτον αυτού δημοσίᾳ επώλησεν … ως λέγεται  (Ιστ. πολιτ. 7716). 
 Το απαρέμφ. ως ουσ. = 
1) (Ενεστ.) η ρητορική
: άξιος εις το λέγειν  (Εγκ. αγ. Δημ. 110179). 
 2) (Αόρ., τ. 
'πείν) 
α) λόγος· ρητό, απόφθεγμα
: μεγάλη διαφορά είναι από το ’πείν ως το να ποίσει  (Μαχ. 47627)· 
το 'πείν τους φιλοσόφους  (Μαχ. 39025). 
 β) πληροφορία, μαρτυρία
: κατά το ’πείν τους λας  (Μαχ. 59433). 
  [αρχ. λέγω. Το γ́ πληθ. λέσι στο Du Cange (λ. λέσειν) και σήμ. κυπρ. Η μτχ. λεγάμενος στο Somav. και σήμ. Η λ. και ο τ. λέω και σήμ.]
 [...]
http://www.greek-language.gr