λάσπη αβέβαιης ετυμολογίας
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Χωματίλα οσμή-γεύση ελαιολάδου που προέρχεται από ελιές οι οποίες έχουν συλλεχθεί μαζί με χώμα ή λάσπες και δεν έχουν πλυθεί. | Erdig Flavour bei Ölen, das von anhaftender Erde oder Schlamm ungewaschener Oliven herrührt. Übersetzung bestätigt |
Το υπερκείμενο υγρό απορρίπτεται και η συμπυκνωμένη λάσπη πλένεται με το ανόργανο διάλυμα. | Der Überstand wird verworfen und der Schlamm kann im mineralischen Medium gewaschen werden. Übersetzung bestätigt |
Επιπλέον, αν υπάρχουν υποψίες ότι η εξεταζόμενη χημική ουσία προσροφάται σε σημαντικό βαθμό στο γυαλί, στη λάσπη, κ.λπ., γίνεται μία προκαταρκτική εκτίμηση για να προσδιορισθεί η πιθανή έκταση της προσρόφησης και με τον τρόπο αυτό η καταλληλότητα της δοκιμής για την χημική ουσία (βλ. Πίνακα 1). | Wenn vermutet werden muss, dass die Prüfsubstanz signifikant am Glas oder am Schlamm usw. adsorbiert wird, ist eine Vorprüfung vorzunehmen, mit der das Ausmaß der Adsorption und damit die Eignung des Versuchs für die Prüfsubstanz bestimmt werden (vgl. Tabelle 1). Übersetzung bestätigt |
Η αναμεμειγμένη λάσπη αφήνεται να κατακαθίσει για χρονικό διάστημα 30 λεπτών ή και περισσότερο εάν αυτό απαιτείται και το υγρό μεταγγίζεται για να χρησιμοποιηθεί σαν εμβόλιο σε αναλογία 10 ml/l ανόργανου μέσου. | Danach lässt man den durchmischten Schlamm 30 Min., wenn erforderlich länger, absitzen und dekantiert die als Inokulum verwendete Flüssigkeit mit einer Geschwindigkeit von 10 ml pro Liter mineralischen Mediums. Übersetzung bestätigt |
Η λάσπη υποβάλλεται σε κατεργασία σε μηχανικό αναμεικτη για δύο λεπτά με μεσαία ταχύτητα. | Dazu wird der Schlamm 2 Min. bei mittlerer Geschwindigkeit in einer mechanischen Mischvorrichtung durchmischt. Übersetzung bestätigt |
λάσπη η [láspi] : 1. παχύρρευστο μείγμα από χώμα ή σκόνη και από νερό, που σχηματίζεται στο έδαφος συνήθ. ύστερα από βροχή: Παχιά λάσπη. Bούτηξε στη λάσπη ως το γόνατο. Tο αυτοκίνητο κόλλησε στη λάσπη. Tα παπούτσια μου γέμισαν λάσπες. ΦΡ (το) κόβω λάσπη, φεύγω βιαστικά και κρυφά· ΣYN ΦΡ το βάζω στα πόδια, το σκάω. ρίχνω λάσπη, λασπολογώ, συκοφαντώ κπ.: Mη μου ρίχνεις λάσπη. από τον καιρό / από τότε που βγήκαν οι λάσπες, από πολύ παλιά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.