κρύο mittelgriechisch κρύο altgriechisch κρύος (Neutrum) proto-indogermanisch *kreus-[1] (ρίγος) ή *kruh₂-[1] (αίμα)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Πίεση μπορεί να ασκήσουν πολλοί παράγοντες, όπως η ξηρασία, το κρύο, η έλλειψη θρεπτικών συστατικών και η ανεπιθύμητη αντίδραση σε υλικά που χρησιμοποιούνται για την καλλιέργεια. | Stress kann durch eine Vielzahl von Faktoren verursacht werden, u. a. durch Trockenheit, Kälte, Nährstoffmangel und unerwünschte Reaktionen auf ausgebrachte Substanzen. Übersetzung bestätigt |
Περιγραφή του περιβάλλοντος και των συνθηκών εργασίας (θόρυβος, σκόνη, ρεύματα, ζέστη, κρύο, πιθανώς επιβλαβείς ουσίες, κίνδυνος ατυχήματος κ.α.): | Beschreibung der Arbeitsumgebung und -verhältnisse (Lärm, Staub, Zugluft, Hitze, Kälte, potenzielle gesundheitsgefährdende Stoffe, Unfallgefährdung usw.): Übersetzung bestätigt |
Έγκαυμα ζεμάτισμα/(από θερμότητα, κρύο ή χημική ουσία) | Verbrennung/Verbrühung (durch Hitze, Kälte oder chemischen Stoff) Übersetzung bestätigt |
Όσον αφορά τα άνθη, επικρατούν τα οξεόφιλα, που συνίστανται κυρίως από αγρωστώδη και ψυχανθή ανθεκτικά στο κρύο, στην οξύτητα και στα άγονα εδάφη. | Bei den Blühpflanzen dominieren die bodensauren Arten, insbesondere gegenüber Kälte und Säure sowie der geringen Bodenfruchtbarkeit unempfindliche Gräser und Hülsenfrüchtler. Übersetzung bestätigt |
Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη απόδοσης υπό ακραίες συνθήκες (σκόνη, λάσπη, πάγος, υπερβολική ζέστη και κρύο) σημαίνει ότι τα ετοιμοπαράδοτα εξαρτήματα δεν θα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ούτε θα παρέχουν την ειδική περαιτέρω ανάπτυξη που απαιτείται. | Da andererseits auch unter extremen Bedingungen (Staub, Schlamm, Eis, extreme Hitze und Kälte) ein einwandfreier Maschinenbetrieb gewährleistet sein muss, werden handelsübliche Maschinenteile in Zukunft weder den Anforderungen entsprechen noch für die spezifische Weiterentwicklung sorgen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
παγωνιά |
ψύχος |
ψύχρα |
Ähnliche Wörter |
---|
κρυο- |
κρυολόγημα |
κρύος -α -ο |
κρυολογώ |
κρυοπάγημα |
κρύο το [krío] : 1. η κατάσταση που επικρατεί στο χώρο που μας περιβάλλει, όταν η θερμοκρασία είναι χαμηλότερη από τη συνηθισμένη καθώς και το αίσθημα που η κατάσταση αυτή προκαλεί σε ανθρώπους και ζώα. ANT ζέστη: Δριμύ / τσουχτερό / φαρμακερό / διαβολεμένο κρύο. Δυνατό / ανυπόφορο / υπερβολικό κρύο. Tρέμω από το κρύο. Kάνει κρύο. Έσφιξε το κρύο, δυνάμωσε. Έκοψε το κρύο, μετριάστηκε. Tσούζει / περονιάζει το κρύο. Mη βγαίνεις έξω μ΄ αυτό το κρύο. Mε τέτοιο κρύο κανείς δεν κυκλοφορεί. ΦΡ ούτε κρύο ούτε ζέστη, για περιπτώσεις κατά τις οποίες η έκβαση, η μορφή κτλ. ενός πράγματος μας είναι αδιάφορη: Δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη. μένω / αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού*. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.