δωρεά altgriechisch δωρεά δίδωμι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Για την επαλήθευση του κανόνα περί μη αποκόμισης κέρδους, δεν λαμβάνονται υπόψη οι ίδιοι πόροι, ιδίως οι δωρεές και οι συνδρομές μελών, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις ετήσιες πράξεις ενός πολιτικού κόμματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο και υπερβαίνουν το 15 % των επιλέξιμων δαπανών που βαρύνουν το δικαιούχο. | Zum Zwecke der Überprüfung des Grundsatzes des Gewinnverbots werden die bei der alljährlichen Tätigkeit einer politischen Partei auf europäischer Ebene angesammelten Eigenmittel, insbesondere Spenden und Mitgliedsbeiträge, deren Gesamtbetrag die 15 % der zuschussfähigen Kosten übersteigen, die vom Zuwendungsempfänger selbst zu tragen sind, nicht berücksichtigt. Übersetzung bestätigt |
δωρεές άνω των 12000 ευρώ ετησίως ανά δωρητή, προερχόμενες από φυσικό ή νομικό πρόσωπο άλλο από τις επιχειρήσεις στις οποίες αναφέρεται το στοιχείο γ) και υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4· | Spenden von über 12000 EUR pro Jahr und Spender von jeder natürlichen oder juristischen Person, die kein Unternehmen im Sinne des Buchstaben c ist; die Absätze 3 und 4 bleiben hiervon unberührt; Übersetzung bestätigt |
δωρεές προερχόμενες από οιαδήποτε δημόσια αρχή από τρίτη χώρα μεταξύ άλλων από οιαδήποτε επιχείρηση στην οποία οι δημόσιες αρχές μπορούν να ασκήσουν, άμεσα ή έμμεσα, δεσπόζουσα επιρροή λόγω κυριότητας, οικονομικής συμμετοχής ή των κανόνων που τη διέπουν. | Spenden einer öffentlichen Hand eines Drittlandes, einschließlich von jedem Unternehmen, auf das die öffentliche Hand aufgrund der Eigentumsverhältnisse, der finanziellen Beteiligung oder der für das Unternehmen geltenden Regeln unmittelbar oder mittelbar einen beherrschenden Einfluss ausüben kann. Übersetzung bestätigt |
ανώνυμες δωρεές· | anonyme Spenden; Übersetzung bestätigt |
δωρεές προερχόμενες από τους προϋπολογισμούς των πολιτικών ομάδων στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· | Spenden aus dem Budget einer Fraktion des Europäischen Parlaments; Übersetzung bestätigt |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Stiftung | die Stiftungen |
Genitiv | der Stiftung | der Stiftungen |
Dativ | der Stiftung | den Stiftungen |
Akkusativ | die Stiftung | die Stiftungen |
δωρεά η [δoreá] : 1. ό,τι παραχωρείται χωρίς αμοιβή ή αντάλλαγμα, χρηματικό ποσό, ακίνητο ή κινητό περιουσιακό στοιχείο που προσφέρει κάποιος στο κράτος, σε κοινωφελές ίδρυμα ή σε κπ. ιδιώτη: Πολλά δημόσια κτίρια έγιναν με δωρεές ευεργετών. Οι φίλοι του νεκρού έκαναν δωρεές / κατέθεσαν ποσά ως δωρεά στη μνήμη του. || (νομ.) η σύμβαση με την οποία ο δωρητής παρέχει στο δωρεοδόχο κάποιο περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αντάλλαγμα και με την προϋπόθεση ότι μετά τη δωρεά μειώνεται η περιουσία του πρώτου και αυξάνεται του δευτέρου: Tο κτήμα τού το μεταβίβασε ο πατέρας του ως δωρεά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.