απόλυτα Adv.  [apolita, apolyta]

  Adj.
(774)
  Adj.
(3)

Etymologie zu απόλυτα

απόλυτα, μετάπλαση του απολύτως στη δημοτική


GriechischDeutsch
Υποστηρίζει ότι πρόκειται για χωριστές μονάδες παραγωγής με απόλυτα αυτάρκεις εγκαταστάσεις παραγωγής, χωριστά πάγια περιουσιακά στοιχεία (οικόπεδα, κτίρια, μηχανήματα και εγκαταστάσεις) και χωριστή σύνδεση με το δημόσιο οδικό δίκτυο (διαφορετικούς αριθμούς οδού), κείμενες σε χωριστά (αλλά όμορα) οικόπεδα, αγορασμένα σε διαφορετικά χρονικά σημεία [30].Es handle sich um getrennte Produktionsstätten mit völlig autarken Produktionsanlagen, separatem Anlagevermögen (Grundstücke, Gebäude, Maschinen und Anlagen) und separater Anbindung an das öffentliche Straßennetz (unterschiedliche Hausnummern), die sich auf getrennten (allerdings aneinander angrenzenden) und zu unterschiedlichen Zeitpunkten erworbenen Grundstücken befänden [30].

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, η Επιτροπή αποδέχεται το επιχείρημα ότι η επιβολή μιας τέτοιας χρέωσης αντιβαίνει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, έχοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δόθηκε μια απόλυτα αβέβαιη δέσμευση/εγγύηση, όπως η αποζημίωση για άγνωστες αξιώσεις.Die Kommission akzeptiert jedoch das Argument, dass durch die Rückzahlung eines solchen Betrags das Prinzip der Rechtssicherheit im Hinblick auf die besonderen Umstände verletzt werden könnte, unter denen der völlig konditionale Ausgleich bzw. die Garantie — zum Beispiel der Ausgleich für unbekannte Forderungen — übernommen wurde.

Übersetzung bestätigt

Αυτό οφείλεται στον απόλυτα αβέβαιο χαρακτήρα της δέσμευσης παροχής αποζημιώσεων.All das rührt von dem völlig konditionalen Charakter des Ausgleichs für unbekannte Forderungen her.

Übersetzung bestätigt

Τα έντυπα αυτά διατίθενται στις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας και διαμορφώνονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις να επικαλύπτονται απόλυτα μεταξύ τους, παρέχοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα σε όλους τους αποδέκτες να λαμβάνουν το τυπωμένο έντυπο στη γλώσσα τους.Die Vordrucke stehen in völlig deckungsgleicher Aufmachung in allen Amtssprachen der Gemeinschaft zur Verfügung, so dass alle Empfänger sie jeweils in der eigenen Sprache erhalten können.

Übersetzung bestätigt

Το πυκνόμετρο τοποθετείται σε απόλυτα σταθερή βάση και μονώνεται από κάθε είδους κραδασμούς.Das Densimeter wird auf eine völlig stabile und schwingungsfreie Unterlage gestellt.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu απόλυτα.



Griechische Definition zu απόλυτα

απόλυτα [apódivta] adv (L)

① absolutely, entirely, totally, fully (syn απολύτως 1, εντελώς, ολότελα, τελείως):
απόλυτα δικαιολογημένος, ελεύθερος, επιτυχημένος, ικανοποιητικός, καταστρεπτικός |
απόλυτα ακίνητος, αντίθετος, διαφορετικός, ξένος |
απόλυτα εξακριβωμένο περιστατικό |
απόλυτα αυστηρή λογική |
απόλυτα συγχρονισμένη βιομηχανία |
αδιαφορώ, καταλαβαίνω, παραδέχομαι, συμφωνώ απόλυτα |
κατέχει απόλυτα το θέμα του |
περιορίζεται στο απόλυτα αναγκαίο |
η κυβέρνηση υποστηρίζει απόλυτα το αίτημα αυτοδιάθεσης (Christidis) |
τα πρόσωπά του διαιρούνται σε δυο κατηγορίες, σε απόλυτα καλούς και σε απόλυτα κακούς (Sachinis) |
απέναντι του εαυτού του είναι απόλυτα εντάξει (Thrylos)
ⓐ w. neg at all, whatsoever (syn απολύτως 1b):
η ομορφιά του έργου δεν έχει καμιάν απόλυτα σχέση με την ποιότητα του υλικού (Andronikos)
② not in relation to sth else, not relatively, absolutely, independently (syn απολύτως 3, ant σχετικά):
ο Παρθενώνας, αυτός καθαυτός είναι ωραίος· είναι ωραίος απόλυτα, έξω από κάθε χρόνο και κάθε τόπο (Moustoxydis) |
όταν πρόκειται περί του τι αξίζει απόλυτα ο άνθρωπος, τότε τον πρώτο λόγο τον έχει η ηθική (Theodorakop)
③ in an absolute or inflexible manner, authoritatively, categorically (near-syn κατηγορηματικά):
άποψη διατυπωμένη απόλυτα |
εκφράζεται απόλυτα |
η απόκρισή του δόθηκε απόλυτα και μεγαλοπρεπέστατα (Melas) |
από πού τάχα ν' αντλεί το κύρος ο νόμος που ρυθμίζει απόλυτα την ηθική βούληση; (Papanoutsos)
ⓑ strictly, absolutely (syn απολύτως 2, αυστηρά):
το κείμενο των άγιων γραφών .. απαγορεύεται απόλυτα ν' αποδοθεί σε άλλη γλωσσική μορφή (Christidis EΣ)
[der of απόλυτος; cf απολύτως]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback