{η}  αξίωση Subst.  [aksiosi, aksiwsh]

{der}    Subst.
(210)

Etymologie zu αξίωση

αξίωση Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
ια) εξωσυμβατικές αξιώσεις ένεκα ευθύνης εξ αδικοπραξίας, από την οποία προκλήθηκε βλάβη σε ενσώματα αγαθά·außervertragliche Ansprüche aus unerlaubter Handlung wegen Sachschäden;

Übersetzung bestätigt

αξιώσεις ένεκα σωματικής και ηθικής βλάβης εγειρόμενες από φυσικά πρόσωπα ή εξ ονόματος φυσικών προσώπων·Ansprüche aus Körperverletzung, die von natürlichen Personen oder in deren Namen geltend gemacht werden;

Übersetzung bestätigt

Αυτές θεώρησαν τον κίνδυνο αγοράς των CP μικρότερο από τον κίνδυνο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας της Sachsen LB και, κυρίως, σε περίπτωση που υπήρχαν αξιώσεις από το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων.Sie hätten das Risiko, die CP zu kaufen, als geringer angesehen als das Risiko, die Insolvenz der Sachsen LB bewältigen zu müssen, vor allem wenn das Einlagensicherungssystem in Anspruch genommen worden wäre.

Übersetzung bestätigt

Αυτό αντιστοιχεί σε […(> 90)] εκατ. ευρώ εντός δέκα ετών, εφόσον δεν προκύψει αξίωση της εγγύησης.Dies entspricht […(> 90)] Mio. EUR in zehn Jahren, sofern die Garantie nicht in Anspruch genommen wird.

Übersetzung bestätigt

ιγ) “απαίτηση”: κάθε αξίωση αποζημίωσης ή κάθε άλλη αξίωση αυτού του είδους, όπως αξίωση συμψηφισμού απαιτήσεως ή εγγυήσεως, και ιδίως κάθε αξίωση για την παράταση ισχύος ή την πληρωμή χρηματοπιστωτικής, μεταξύ άλλων, εγγύησης ή αντεγγύησης, οιασδήποτε μορφής,Anspruch‘ jede Forderung auf Schadenersatz oder eine andere derartige Forderung, wie etwa ein Aufrechnungsanspruch oder ein Garantieanspruch, insbesondere jede Forderung nach Verlängerung oder Zahlung einer insbesondere finanziellen Garantie oder Gegengarantie in jeglicher Form;

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu αξίωση

αξίωση η [aksíosi] : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιώνω. α. απαίτηση που βασίζεται σε κάποιο κεκτημένο δικαίωμα: Είμαι πελάτης σου και έχω την αξίωση να με περιποιηθείς. Nομική αξίωση. Παράλογη αξίωση. (λόγ. έκφρ.) εγείρω* αξιώσεις. β. παράλογη ή υπερβολική απαίτηση: Είχε την αξίωση να του γίνονται όλα τα χατίρια. Άνθρωπος με πολλές αξιώσεις / που έχει πολλές αξιώσεις, απαιτητικός. Δεν έχω την αξίωση να… Προβάλλει την αξίωση να… || Έχω αξιώσεις / με αξιώσεις, (με γεν.) θέλω να φαίνομαι ή να παρουσιάζομαι έτσι όπως δεν είμαι στην πραγματικότητα: Kομπογιαννίτης με αξιώσεις επιστήμονα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback