{ο}  έμπορος Subst.  [eboros, emporos]

{der}    Subst.
(428)
{der}    Subst.
(62)

Etymologie zu έμπορος

έμπορος altgriechisch ἔμπορος


GriechischDeutsch
Κατάλογος των εγκεκριμένων εμπόρων και καταχωρημένων εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν οι έμποροι σε σχέση με την επιχείρησή τους (οδηγίες 64/432/ΕΟΚ και 91/68/ΕΟΚ)Liste der zugelassenen Händler und registrierten Räumlichkeiten, die von den Händlern im Zusammenhang mit ihrer Geschäftstätigkeit genutzt werden (Richtlinien 64/432/EWG und 91/68/EWG)

Übersetzung bestätigt

Στον τομέα κοινής ωφέλειας η MVM παρέμεινε ο μόνος χονδρέμπορος, στον τομέα όμως της ελεύθερης αγοράς έχουν κάνει την εμφάνισή τους και άλλοι έμποροι.Im öffentlichen Sektor blieb MVM auch des Weiteren der einzige Versorgungsgroßhändler, im Wettbewerbssektor hingegen erschienen auch andere Händler.

Übersetzung bestätigt

Συνδεδεμένος έμπορος στην Ελβετία:verbundener Händler in der Schweiz:

Übersetzung bestätigt

Το κατ’ εκτίμηση μερίδιο της αγοράς της Sweden Post επί του συνόλου της αγοράς φιλοτελικών υπηρεσιών στη Σουηδία, είτε παρέχονται από προμηθευτές είτε από οίκους δημοπρασιών, εκτιμάται ότι ανέρχεται σε [… %], οι φορείς διενέργειας δημοπρασιών κατέχουν από κοινού ένα μερίδιο της αγοράς [… %], οι έμποροι γραμματοσήμων από κοινού [… %], οι πωλήσεις στο διαδίκτυο από κοινού [… %] και άλλοι φορείς εκμετάλλευσης ταχυδρομείου στη Σουηδία [… %] συνολικά.Der Anteil von Sweden Post am Gesamtmarkt für philatelistische Dienste in Schweden (Händler und Auktionshäuser) wird auf [… %] geschätzt, während der Marktanteil der Auktionshäuser bei insgesamt [… %], der Briefmarkenhändler bei insgesamt [… %] und des Internets bei insgesamt [… %] liegt. Die übrigen Postbetriebe in Schweden kommen auf [… %].

Übersetzung bestätigt

Οι κατασκευαστές-εξαγωγείς, οι έμποροι-εξαγωγείς οι οποίοι είναι «συνδεδεμένοι» με κατασκευαστές που τους υποστηρίζουν και οι πάροχοι υπηρεσιών είναι επιλέξιμοι για το εν λόγω καθεστώς.Die Begünstigten dieser Regelung sind ausführende Hersteller sowie ausführende Händler, die an zuliefernde Hersteller und Dienstleister „gebunden“ sind.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu έμπορος

έμπορος ο [émboros] : 1.αυτός που κατ΄ επάγγελμα αγοράζει προϊόντα και, χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά τη μορφή τους, τα πουλά πάλι για να κερδίσει χρήμα, αυτός που κατ΄ επάγγελμα κάνει εμπόριο: έμπορος χονδρικής, χονδρέμπορος. έμπορος λιανικής. Πλανόδιος έμπορος, γυρολόγος, πραματευτής, μικροπωλητής. έμπορος ξυλείας, ξυλέμπορος. έμπορος χαρτιού, χαρτέμπορος. || έμπορος έργων τέχνης. || έμπορος ναρκωτικών. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback