{το}  ύψος Subst.  [ipsos, ypsos]

{die}    Subst.
(4882)
{die}    Subst.
(409)
(1)

Etymologie zu ύψος

ύψος altgriechisch ὕψος


GriechischDeutsch
Η Επιτροπή, για τον λόγο αυτό, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ύψος της ενίσχυσης η οποία χορηγήθηκε στο πλαίσιο της θωράκισης έναντι κινδύνου και μέσω των εισφορών κεφαλαίου, ανέρχεται σε 8,8 δισεκατ. ευρώ (βλέπε πίνακα 3 αριθμοί 1 έως 3).Die Kommission kommt deshalb zu dem Ergebnis, dass die Höhe der Beihilfe, die im Rahmen des Risikoschirms und über die Kapitalzuführungen gewährt wurde, 8,8 Mrd. EUR beträgt (siehe Tabelle 3 Nr. 1 bis Nr. 3)

Übersetzung bestätigt

Το ύψος της επιχορήγησης που θα διατεθεί στο δικαιούχο δεν πρέπει να υπερβαίνει το συνολικό ύψος των ίδιων κεφαλαίων του/της και των μακροπρόθεσμων οφειλών του/της.Die Höhe der einem Empfänger gewährten Finanzhilfe darf die Gesamtsumme seines Eigenkapitals und seiner langfristigen Verbindlichkeiten nicht überschreiten.

Übersetzung bestätigt

Το ύψος της οικονομικής επιβράβευσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και οι λοιποί εκτελεστικοί κανόνες του παρόντος άρθρου ορίζονται από το διευθυντή στην αρχή κάθε οικονομικού έτους.Die Höhe der Sondervergütung nach Absatz 1 und die sonstigen Vorschriften zur Durchführung dieses Artikels werden vom Direktor zu Beginn eines jedes Haushaltsjahres festgelegt.

Übersetzung bestätigt

Όσον αφορά την τιμή των μετοχών της Ahoy Rotterdam N.V. και το ύψος του μισθώματος του συγκροτήματος Ahoy, οι Mojo και Music Dome ισχυρίζονται ότι έχουν υποτιμηθεί λόγω της σύγκρουσης συμφερόντων στην οποία ευρίσκετο η διοίκηση ως ενδεχόμενος αγοραστής κατά την υποβολή των στοιχείων στην Deloitte.Zum Preis der Aktien der Ahoy’ Rotterdam N.V. und zur Höhe der Miete des Ahoy’-Komplexes führen Mojo und Music Dome aus, dass der Interessenskonflikt von Geschäftsführung und potenziellem Käufer in Bezug auf an Deloitte zu übermittelnde Daten zu einer zu niedrigen Bewertung der Aktien der Ahoy’ Rotterdam N.V. geführt habe.

Übersetzung bestätigt

Η νομολογία αναφέρει ότι το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν εκ των προτέρων τη δυνατότητα επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών [25].In der Rechtsprechung wurde dargelegt, dass die relativ geringe Höhe einer Beihilfe oder die relativ geringe Größe des begünstigten Unternehmens nicht von vornherein die Möglichkeit ausschließen, dass der Handel zwischen Mitgliedstaaten hiervon beeinträchtigt wird [25].

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu ύψος

ύψος το [ípsos] : 1.η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση έως την κορυφή: α. Tο ύψος του τοίχου / του δωματίου είναι τρία μέτρα. Tι ύψος έχει; Έχουμε το ίδιο ύψος, ανάστημα, μπόι. || για μεγάλο ύψος: Tο κτίριο ξεχώριζε από μακριά με το ύψος του. Tο ύψος είναι πολύ βασικό για έναν παίκτη του μπάσκετ. || (έκφρ.) στέκομαι στο ύψος μου, στο αναμενόμενο υψηλό διανοητικό ή ηθικό επίπεδο: Δε στάθηκε στο ύψος της θέσης του. στέκομαι / (λόγ.) αίρομαι στο ύψος των περιστάσεων, υιοθετώ μια συμπεριφορά υψηλής ευθύνης, ανάλογη με τη σημασία και τη σπουδαιότητα των περιστάσεων. β. (γεωμ.) ύψος τριγώνου, το κάθετο ευθύγραμμο τμήμα που σύρεται από μία κορυφή ενός τριγώνου προς την απέναντι πλευρά του. ύψος παραλληλογράμμου, η κάθετος που ενώνει τις δύο παράλληλες πλευρές του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback